Αγγλικός όρος

elution

Ορισμός

Στη χημεία, ο αποχωρισμός ενός υλικού από ένα άλλο με πλύση. Εάν ένα υλικό περιέχει υδατοδιαλυτά και μη υδατοδιαλυτά υλικά, η διέλευση του νερού (μέσο έκπλυσης) μέσω του μείγματος θα απομακρύνει την ποσότητα του υλικού που είναι υδατοδιαλυτό (έκπλυμα) και θα αφησει ένα μη υδατοδιαλυτό κατάλοιπο.

Ετυμολογία

[Λατ.e, έξω, + here, πλένω]