Αγγλικός όρος

extrasystole

Ορισμός

Πρώιμη συστολή της καρδιάς. Μπορεί να εμφανιστεί επί παρουσίας ή και απουσίας οργανικής καρδιακής νόσου. Μπορεί να είναι αντανακλαστικής αιτιολογίας ή να προκαλείται από ερεθιστικούς παράγοντες (π.χ. καφεΐνη, κοκαΐνη, θεοφυλλίνη), υποξία, φυσιολογικό στρες, ηλεκτρολυτικές ανωμαλίες, διαταραχές του θυρεοειδή ή έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Ετυμολογία

[" + Ελλ. systole, συστολή]

Υπώνυμος όρος


atrial extrasystole
junctional extrasystole
nodal extrasystole
ventricular extrasystole