Αγγλικός όρος

ulcerative colitis

Ορισμός

Φλεγμονώδης εντεροπάθεια, χαρακτηριζόμενη παθολογοανατομικώς από χρόνια φλεγμονή του εντερικού βλεννογόνου, η οποία προσβάλλει συνήθως το ορθό, τον πρωκτό, το τελικό κόλον και ορισμένες φορές προσβάλλει ολόκληρο το παχύ έντερο. Παρατηρείται συχνότερα σε ασθενείς κατά τη δεύτερη, ή τρίτη δεκαετία της ζωής τους· δεύτερη έξαρση των περιστατικών παρατηρείται σε ασθενείς στην ηλικία των εξήντα. Η πάθηση συνδέεται με αυξημένη συχνότητα καρκίνου του παχέoς εντέρου.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Η αιματηρή διάρροια και ο πόνος κατά την αφόδευση είναι χαρακτηριστικά. Στις βαριές περιπτώσεις, οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν περισσότερες από 6 αιματηρές κενώσεις ημερησίως. Ως αποτέλεσμα, συχνά αναπτύσσεται σιδηροπενική αναιμία.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Τα αμινοσαλικυλικά φάρμακα και τα κορτικοστεροειδή απαλύνουν τα συμπτώματα και βελτιώνουν τη φλεγμονή. Ασθενείς με πάθηση μη ανταποκρινόμενη στη θεραπεία, ενδεχομένως να χρήζουν κολεκτομής.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής προετοιμάζεται για διαγνωστικές μελέτες και ενημερώνεται ότι αυτές μπορεί να είναι άβολες και κουραστικές. Υποβοηθάται στο να κατανοήσει και να συμμετάσχει στους θεραπευτικούς στόχους: στον έλεγχο της φλεγμονής, στη διατήρηση ή αποκατάσταση της ισορροπίας υγρών και ηλεκτρολυτών, στη λήψη επαρκούς θρέψης και στην αντικατάσταση των θρεπτικών απωλειών. Ο νοσηλευτής ή ο διαιτολόγος, συμβουλεύει τον ασθενή σχετικά με τη διατροφή του, η οποία πρέπει να είναι υψηλή σε θερμίδες, όχι πικάντικη, χωρίς καφεΐνη και χαμηλή σε τροφές με πολλά κατάλοιπα και σε γαλακτοκομικά προϊόντα. Εάν ο ασθενής δεν είναι σε θέση να προσλάβει υγρά από του στόματος, γίνεται έναρξη ενδοφλέβιας αντικατάστασης υγρών και ηλεκτρολυτών, ως ενδείκνυται. Παρακολουθείται η πρόσληψη και η αποβολή υγρών, ιδιαίτερα ως προς τη συχνότητα, τον όγκο και τα χαρακτηριστικά της διάρροιας. Ο ασθενής ελέγχεται για αφυδάτωση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές, ιδιαίτερα για υποκαλιαιμία, υπερνατριαιμία και αναιμία.

Χορηγείται η ενδεικνυόμενη φαρμακευτική θεραπεία. Ο ασθενής αξιολογείται για επιθυμητά και ανεπιθύμητα αποτελέσματα και ενημερώνεται περί των ιδιαιτεροτήτων της αγωγής του, η οποία περιλαμβάνει συνήθως σουλφασαλασίνη (5-ASA), η οποία ενδείκνυται για τις αντιβιοτικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις της. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χορήγηση 5-ASA χορηγούμενη ταυτοχρόνως από του στόματος και ως κλύσμα, φαίνεται να υποστηρίζει την υποχώρηση των συμπτωμάτων καλύτερα από την από του στόματος θεραπεία μόνο. Επειδή η 5-ASA παρεμβαίνει στο μεταβολισμό του φολικού οξέος, ενθαρρύνεται η χρήση συμπληρώματος φολικού. Συχνά, συνιστώνται κορτικοστεροειδή, όπως η πρεδνιζολόνη, για την ελάττωση της φλεγμονής. Ο ασθενής ενημερώνεται ότι αφ' ότου επέλθει η υποχώρηση, μπορεί να ελαττωθεί προοδευτικώς έως ότου διακοπεί η θεραπεία με κορτικοστεροειδή, αλλά δεν πρέπει να σταματήσει αμέσως. Εάν ο ασθενής χρήζει μακροπρόθεσμης θεραπείας με στεροειδή, οφείλει να αναφέρει γαστρικό ερεθισμό, οίδημα, αλλοιώσεις της προσωπικότητας, στρογγυλοπροσωπία και υπερτρίχωση. Η χρόνια χορήγηση κορτικοστεροειδών μπορεί επίσης να προκαλέσει πολλές παρενέργειες συμπεριλαμβανομένης της απώλειας οστικής μάζας, σακχαρώδους διαβήτη και καταρράκτη μεταξύ άλλων. Οι σπασμολυτικοί και αντιδιαρροϊκοί παράγοντες (όπως το βάμμα μπελαντόνας, το διφαινοξυχολικό, η λοπεραμίδη), χρησιμοποιούνται σπανίως και με μεγάλη προσοχή επειδή μπορεί να επιφέρουν διάταση του παχέος εντέρου (τοξικό μεγακόλον). Αξιολογούνται τα μέτρα πρόληψης της ρήξης του δέρματος της περιπρωκτικής περιοχής (π.χ., καθαρίζοντας την περιοχή του πρωκτού σχολαστικά αλλά απαλά μετά από κάθε κένωση, εφαρμόζοντας ένα ανθυγρασιακό, όπως γέλη βαζελίνης, και αλλάζοντας τακτικά τη θέση του ασθενούς).