Αγγλικός όρος

malaria

Ορισμός

Μία εμπύρετη, αιμολυτική νόσος, που προκαλείται από μόλυνση με πρωτόζωα του γένους Plasmodium. Παγκοσμίως, η ελονοσία είναι υπεύθυνη για περίπου 3 εκατομμύρια θανάτους το χρόνο. Υπάρχουν 4 είδη ελονοσίας: οι «καλοήθεις» ελονοσίες από P. vivax, P. ovale και P. malariae, και η δυνητικά «κακοήθης» ελονοσία από P. falciparum. Η καθεμία έχει τη δική της γεωγραφική κατανομή, χρόνο επώασης, συμπτώματα και θεραπεία,

Παρόλο, που η ελονοσία έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τα εύκρατα κλίματα, είναι ευρέως διαδεδομένη στα τροπικά. Μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι πιθανόν να είναι μολυσμένοι με τη νόσο σε όλο τον κόσμο· τουλάχιστον 50 εκατομμύρια νέες μολύνσεις συμβαίνουν κάθε χρόνο. Αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων πεθαίνουν κάθε χρόνο από ελονοσία. Στις Η.ΠΑ. λιγότερες από 1.500 περιπτώσεις διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο, συνήθως σε ανθρώπους που έχουν μόλις έρθει από τροπικές ή υποτροπικές περιοχές. Το παράσιτο της ελονοσίας μεταδίδεται με το δήγμα ενός μολυσμένου, θηλυκού ανωφελούς κώνωπα ή σπανίως από μεταγγίσεις ή την κοινή χρήση βελόνων κατά τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Ο κύκλος ζωής του παρασίτου είναι περίπλοκος. Από τη στιγμή που ο παρασιτικός σποροζωίτης εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, γρήγορα εισβάλει σε όργανα όπως το ήπαρ (αυτή είναι η «ιστική φάση» της λοίμωξης). Εκεί ο οργανισμός ωριμάζει ως σχιστόν. Μετά από μια περίοδο επώασης, που κυμαίνεται μεταξύ 10 και 30 ημερών, πολλαπλοί ελονοσιακοί μεροζωίτες απελευθερώνονται στο αίμα, όπου εισβάλλουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια («ερυθροκυτταρική φάση» της λοίμωξης). Μερικές αδρανείς μορφές, που ονομάζονται υπνοζωίτες, παραμένουν στο ήπαρ σε ελονοσία από P. vivax και P. ovale, όπου μπορεί να αποτελέσουν δεξαμενή για μελλοντική υποτροπή. Μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια οι οργανισμοί ωριμάζουν σε δακτυλιοειδείς μορφές και τροφικές μορφές (τροφοζωίτες). Όταν τα παράσιτα βγουν από τα ερυθροκύτταρα για να μολύνουν άλλα κύτταρα της κυκλοφορίας, προκαλούν αιμόλυση και περιοδικά συμπτώματα (βλέπε παρακάτω).

Μετά από πολλούς αναπαραγωγικούς κύκλους δημιουργούνται μικρογαμετοκύτταρα και μακρογαμετοκύτταρα. Τα κουνούπια καταναλώνουν αυτά τα γαμετοκύτταρα, όταν τα παράσιτα προσλαμβάνουν αίμα από μολυσμένους ανθρώπους. Περαιτέρω αναπτυξιακά στάδια λαμβάνουν χώρα μέσα στα κουνούπια και οδηγούν στην παραγωγή μολυσματικών σποροζωιτών, που εγχέονται μέσα σε ανθρώπους- ξενιστές, όταν τα κουνούπια τραφούν ξανά. Βλ.: εικόνα.


ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Αρχικά, τα συμπτώματα είναι μη ειδικά και μοιάζουν με αυτά μιας ήπιας εμπύρετου ασθένειας με κακουχία, κεφαλαλγία, κόπωση, κοιλιακά άλγη και μυαλγίες, που ακολουθούνται από πυρετό και ρίγος. Τα τρία στάδια του παροξυσμού της ελονοσίας είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της νόσου. Στο πρώτο στάδιο (ή στάδιο του ρίγους) οι ασθενείς παραπονούνται για αίσθημα ψύχους και ρίγος, που διαρκεί από λίγα λεπτά μέχρι πολλές ώρες. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου (ή θερμού) σταδίου παρουσιάζεται ήπια εφίδρωση, αν και η θερμοκρασία φτάνει μέχρι τους 41,1°C. Aυτό τα στάδιο διαρκεί πολλές ώρες και οι ασθενείς διατρέχουν κίνδυνο εκδήλωσης πυρετικών σπασμών και εγκεφαλικής βλάβης λόγω υπερθερμίας. Ο ασθενής μπορεί επίσης να παρουσιάζει ταχυκαρδία, υπόταση, βήχα, κεφαλαλγία, πόνο στη ράχη, ναυτία, κοιλιακό πόνο, έμετο, διάρροια και επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης. Το τρίτο στάδιο (της εφίδρωσης) ξεκινάει εντός 2 ως 6 ωρών. Σε αυτή την περίοδο η εφίδρωση είναι εκσεσημασμένη, ενώ ο πυρετός υποχωρεί και ακολουθείται από έντονη κόπωση και ύπνο. Αν δεν αντιμετωπιστούν, οι ελονοσιακοί παροξυσμοί από P. ovale ή P. vivax θα λαμβάνουν χώρα κυκλικά κάθε 48 ώρες. Αν οφείλονται στο P. malariae, οι παροξυσμοί θα συμβαίνουν κάθε 72 ώρες. Μολύνσεις από P. falciparum μπορεί να έχουν 48ωρο κύκλο παροξυσμών, αλλά ο συνεχής πυρετός είναι πιο χαρακτηριστικός. Μία βαριά μορφή ελονοσίας από P. falciparum (εγκεφαλική ελονοσία) χαρακτηρίζεται από κώμα και παρά τη θεραπεία, σχετίζεται με ρυθμό θνησιμότητας 20% στους ενήλικες και 15% στα παιδιά. Περίπου 10% των παιδιών, που επιβιώνουν από εγκεφαλική ελονοσία, έχουν εμμένοντα νευρολογικά ελλείμματα. Αντίθετα, υπολειμματικά ελλείμματα σε ενήλικες, που επιβιώνουν από αυτή τη μορφή ελονοσίας, είναι ασυνήθη. Προοδευτική, πιθανώς βαριά αναιμία και σπληνομεγαλία είναι χαρακτηριστικά όλων των μορφών ελονοσίας.

Μία σπάνια, αλλά σοβαρή αιματολογικά επιπλοκή της ελονοσίας είναι η οξεία ενδοαγγειακή αιμολυτική αναιμία, που σχετίζεται με μόλυνση από P. falciparum. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται πυρετός του μαύρου νερού, λόγω της συνοδού αιμοσφαιρινουρίας.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ελονοσία πρέπει να υποψιάζεται κανείς σε κάθε ασθενή με πυρετό, ο οποίος έχει επιστρέψει από ενδημική περιοχή τους τελευταίους μήνες. Παχιές και λεπτές στρώσεις αίματος με χρώση Giemsa εξετάζονται για επιβεβαίωση της διάγνωσης.

ΠΡΟΛΗΨΗ: Σε ενδημικές περιοχές, θα πρέπει να εξαφανίζονται οι δεξαμενές με στάσιμο ή λιμνάζων νερό, όπου αναπτύσσονται κουνούπια. Άτομα που ταξιδεύουν σε τροπικές χώρες, πρέπει να φορούν προστατευτικό ρουχισμό, στον οποίο έχει εφαρμοσθεί εντομοαπωθητικό. Προστατευτικό δίχτυ πρέπει να καλύπτει τα κρεβάτια. Τα άτομα πρέπει να εφαρμόζουν DEET ή άλλο αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό σε εκτεθειμένο δέρμα ή στα ρούχα των παιδιών, ειδικά μεταξύ δύσης και ανατολής, οπότε τα κουνούπια τρέφονται περισσότερο ενεργητικά.

ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ: Η χημειοπροφύλαξη ξεκινάει 1 εβδομάδα πριν την άφιξη σε μία ενδημική περιοχή και συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρκεια παραμονής και για 4 εβδομάδες μετά την αποχώρηση από την περιοχή. Η χημειοπροφύλαξη δεν είναι ποτέ εντελώς αποτελεσματική· γι' αυτό η ελονοσία πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπ' όψη, όταν αντιμετωπίζονται ασθενείς, που έχουν μία εμπύρετο ασθένεια και έχουν ταξιδέψει σε ενδημική περιοχή, ακόμα και αν έχουν λάβει προφυλακτικά ανθελονοσιακά φάρμακα. Η φαρμακευτική αγωγή που προτείνεται για προφύλαξη εξαρτάται από την ευαισθησία των τοπικών παρασίτων και από το αν η μόλυνση είναι πιθανή. Λόγω του ότι αλλάζει η ευαισθησία των παρασίτων της ελονοσίας στα φάρμακα, δεν είναι δυνατό να είναι κανείς σίγουρος ότι ένα συγκεκριμένο φάρμακο θα είναι αποτελεσματικό σε όλες τις ενδημικές περιοχές. Τα προφυλακτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για το P. falciparum, συνήθως είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη μολύνσεων από P. ovale και P. vivax. Για μη άνοσα άτομα που ταξιδεύουν σε περιοχές, όπου η ελονοσία οφείλεται σε P. falciparum, ανθεκτικό στη χλωροκίνη, η μεφλοκίνη είναι αποτελεσματική για προφύλαξη. Δεν έχει καθοριστεί η ασφάλειά της για χρήση στην εγκυμοσύνη. Σε περιοχές, όπου το P. falciparum είναι ευαίσθητο στη χλωροκίνη, αυτή αποτελεί το φάρμακο εκλογής. Η χλωροκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί προφυλακτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Τα παράσιτα που προκαλούν την ελονοσία εξελίσσονται συνεχώς, καθιστώντας δύσκολη την φαρμακευτική θεραπεία. Προτείνεται οι ασθενείς και οι επαγγελματίες υγείας να επικοινωνούν με τα κέντρα ελέγχου ασθενειών για να ενημερωθούν τις σύγχρονες κατευθυντήριες γραμμές (http://www.cdc.gov). Η φωσφορική χλωροκίνη ήταν η τυπική θεραπεία για την ελονοσία στο πρόσφατο παρελθόν ωστόσο, σε πολλές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας, της Ινδίας και της νότιας Αμερικής τα παράσιτα της ελονοσίας είναι τώρα ανθεκτικά σε αυτόν τον παράγοντα. Η ανθεκτική στη χλωροκίνη ελονοσία μπορεί να ανταποκριθεί σε θειική κινίνη από το στόμα, μεφλοκίνη, αρτεμισινίνη, σουλφαδοξίνη και πυριμεθαμίνη (Fansidar), δοξυκυκλίνη ή συνδυασμούς αυτών των φαρμάκων. Βαριά ελονοσία από P. falciparum ανθεκτικό στη χλωροκίνη έχει αντιμετωπιστεί με ενδοφλέβια χορήγηση γλυκονικής κινιδίνης μαζί με δοξυκυκλίνη. Αποτελεσματική μη-αντιβιοτική θεραπεία για την ελονοσία περιλαμβάνει μερικές φορές αφαιμαξομετάγγιση και χηλικές ενώσεις του σιδήρου.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Οι επαγγελματίες υγείας σε ενδημικές περιοχές χρειάζεται να εργαστούν για την έγκαιρη ανίχνευση και αποτελεσματική θεραπεία της ελονοσίας. Σε τέτοιες περιοχές, κατασταλτικά και προφυλακτικά φάρμακα μπορεί να χρειαστούν για τον έλεγχο της ασθένειας.

Ετυμολογία

[Ιταλ. malaria, βλαβερός αέρας]

Υπώνυμος όρος

cerebral malaria
cryptic malaria
double quartan malaria
falciparum malaria
quartan malaria
quotidian malaria
tertian malaria
triple quartan malaria
vivax malaria