Αγγλικός όρος

emetic

Ορισμός

Παράγοντας ο οποίος προάγει τον έμετο. Ένα εμετικό μπορεί να προκαλέσει έμετο μέσω ερεθισμού του γαστρεντερικού σωλήνα, η μέσω ερεθισμού των χημειοϋποδοχέων του κέντρου του εμέτου στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Μερικά φάρμακα, όπως τα ναρκωτικά αναλγητικά και οι χημειοθεραπευτικοί παράγοντες για τον καρκίνο, έχουν εμετικές ιδιότητες ως ανεπιθύμητες ενέργειες της χορήγησης τους.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΠΑΣ: Φάρμακα που προάγουν τον έμετο (όπως το σιρόπι ιπεκακουάνας και η υδροχλωρική απομορφίνη) χορηγούνται περιστασιακά για την αντιμετώπιση της κατάποσης τοξικών ουσιών. Η γαστρική πλύση και η χορήγηση ενεργού άνθρακα προτιμώνται για την αντιμετώπιση ασθενών που έχουν λάβει υπερβολική δόση φαρμάκων, επειδή οι μέθοδοι αυτές είναι γενικά πιο ασφαλείς, καλύτερα ανεκτές και πιο αποτελεσματικές από τα εμετικά φάρμακα. Τα εμετικά είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα για ασθενείς με διαταραχή του επιπέδου συνείδησης, για αυτούς που έχουν καταπιεί παράγωγα του πετρελαίου, εξαιτίας του κινδύνου εισρόφησης, καθώς και για τους ασθενείς που έχουν καταπιεί διαβρωτικά υλικά, επειδη το εμετικό φάρμακο μπορεί να επιδεινώσει τη βλάβη στον οισοφάγο και στο στοματοφάρυγγα. Τα εμετικά αντενδείκνυνται επίσης σε ασθενείς με γνωστή καρδιακή νόσο η επιληψία επειδή μερικές φορές προκαλούν σπασμούς και αρρυθμίες.

Συνώνυμο

emetogenic

Ετυμολογία

[Ελλ. emein, έμειν, κάνω εμετό]

Υπώνυμος όρος

direct emetic
indirect emetic