Αγγλικός όρος

vomit

Ορισμός

1. Υλικό που εκτοξεύεται από το στόμαχο μέσω του στόματος.
2. H αποβολή μέσω του στόματος στομαχικού περιεχομένου.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ: Ο έμετος αποτελεί συνήθως αντανακλαστικό, το οποίο περιλαμβάνει τη συντονισμένη δράση τόσο γραμμωτών, όσο και λείων μυών. Ο ασθενής αποκτά μια συγκεκριμένη θέση, η γλωττίδα κλείνει, το διάφραγμα και οι κοιλιακοί μύες συσπώνται και ο καρδιακός σφιγκτήρας του στομάχου χαλαρώνει, ενώ αντιπερισταλτικά κύματα διατρέχουν το δωδεκαδάκτυλο, το στομάχι και τον οισοφάγο.

Συνώνυμο

vomitus

Ετυμολογία

Λατ. vomere, εξεμώ

Υπώνυμος όρος

bilious vomit
black vomit
coffee-ground vomit