Αγγλικός όρος

emphysema

Ορισμός

1. Η παθολογική διάταση του διάμεσου ιστού από αέρα ή αέρια.

2. Χρόνια πνευμονοπάθεια που χαρακτηρίζεται από μια παθολογική αύξηση στο μέγεθος των αεροφόρων χώρων περιφερικά των τελικών βρογχιολίων, με καταστροφή των τοιχωμάτων των κυψελίδων. Οι μεταβολές αυτές οδηγούν σε απώλεια της φυσιολογικής ελαστικότητας των πνευμόνων,

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Το κάπνισμα αποτελεί την πιο συνήθη αιτία καταστροφής των ιστών που παρατηρείται στο εμφύσημα. Η έκθεση στη σκόνη του περιβάλλοντος, στον καπνό ή στη σωματιδιακή μόλυνση μπορεί επίσης να συμβάλλει στη νόσο. Ένας μικρός αριθμός ατόμων μπορεί να εμφανίσει εμφύσημα ως αποτέλεσμα ανεπαρκειών της α1- αντιθρυψίνης, μια ομάδα γενετικών παθήσεων κατά τις οποίες υπάρχει ανεπαρκής προστασία έναντι της καταστροφικής ενζυμικής δραστηριότητας στον πνεύμονα.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, ιδίως κατά την κόπωση. Απώλεια βάρους, χρόνιος βήχας και συρίττουσα αναπνοη είναι επίσης χαρακτηριστικά ευρήματα.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά, αντιχολινεργικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως το ιπρατρόπιο και η τριαμσινολόνη, μπορεί να βελτιώσουν την αναπνευστική λειτουργία. Παράγωγα της θεοφυλλίνης μπορεί να βοηθήσουν μερικούς ασθενείς, εμφανίζουν όμως πολλές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, ενώ η φαρμακευτικη τοξικότητα είναι ένα συχνό πρόβλημα. Η θεραπεία με οξυγόνο προλαμβάνει την ανεπάρκεια της δεξιάς κοιλίας. Η χειρουργική επέμβαση για μείωση του πνεύμονα μπορεί να αφαιρέσει τα υπερδιατεταμένα τμήματα του πνεύμονα και να επιτρέψει στον εναπομείναντα υγιη ιστό να διατείνεται και να συστέλλεται πιο αποτελεσματικά. Τα μακροπρόθεσμα οφέλη αυτης της επέμβασης δεν είναι σαφη.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής προφυλάσσεται από περιβαλλοντικούς ερεθισμούς του πνεύμονα, όπως ο καπνός, τα καυσαέρια, τα σπρέι αερολύματος και τους βιομηχανικούς ρύπους. Η οξυγόνωση του ασθενούς, το βάρος του και τα αποτελέσματα των εξετάσεων για τους ηλεκτρολύτες και τη γενική αίματος παρακολουθούνται στενά. Ο ασθενής εκτιμάται για ύπαρξη λοίμωξης και άλλων επιπλοκών και για την επίδραση της νόσου στις λειτουργικές του ικανότητες. Τα φάρμακα χορηγούνται παρεντερικά, από το στόμα η ως εισπνεόμενα. Ο ασθενής ενθαρρύνεται να παρεμβάλλει στις φυσιολογικές δραστηριότητες περιόδους ξεκούρασης. Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού μπορούν να προληφθούν με την αποφυγή επαφής με μολυσμένα άτομα, με χρηση των κατάλληλων μέτρων υγιεινής των πνευμόνων και με τον εμβολιασμό για τη γρίπη και τον πνευμονιόκοκκο. Ενθαρρύνεται επίσης να καταναλώνει συχνά μικρά γεύματα με μαλακές, εύπεπτες τροφές πλούσιες σε θερμίδες και πρωτεΐνες καθώς και συμπληρώματα διατροφης. Τα μικρά γεύματα ελαττώνουν την ενδοκοιλιακή πίεση στο διάφραγμα και ελαττώνουν τη δύσπνοια. Ο πνευμονολόγος και ο θεράπων ιατρός παρακολουθούν τα αποτελέσματα των αερίων αρτηριακού αίματος, τις λειτουργικές δοκιμασίες των πνευμόνων και τους αναπνευστικούς ηχους. Είναι σημαντικό να εντοπίζονται έγκαιρα στοιχεία αιφνίδιας επιδείνωσης, η οποία εκδηλώνεται με έντονη χρηση των επικουρικών μυών, παράταση του χρόνου εκπνοης, βαριά δύσπνοια και μείωση της ευαισθησίας στο αισθητηριο κέντρο της αναπνοης. Ο πνευμονολόγος χορηγεί οξυγόνο για διατήρηση επαρκούς οξυγόνωσης (PaO2 μεταξύ 60- 80 mmHg) και βρογχοδιασταλτικά άπου χρειαστεί. Όταν σταθεροποιηθεί, ο ασθενης συνηθως επωφελείται από τη συμμετοχη σε πρόγραμμα πνευμονικης αποκατάστασης για τη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας και πιο αποτελεσματικές τεχνικές αναπνοής.

Ετυμολογία

[Ελλ. emphysan, εμφυσάν]

Υπώνυμος όρος


congenital lobar emphysema
interlobular emphysema
pulmonary intersitial emphysema
subcutaneous emphysem