Αγγλικός όρος

embolism

Ορισμός

Η αιφνίδια απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου από υπολείμματα κατεστραμμένων κυττάρων ή ιστών. Θρόμβοι αίματος, πλάκες που περιέχουν χοληστερόλη, μάζες βακτηρίων, καρκινικά κύτταρα, αμνιακό υγρό, λίπος από το μυελό σπασμένων οστών και ουσίες που ενίονται (π.χ. φυσαλίδες αέρα ή σωματίδια ύλης) μπορούν να ενσφηνωθούν σε αγγεία και να αποφράξουν την κυκλοφορία.

Ετυμολογία

[" + -ismos, κατάσταση]

Υπώνυμος όρος

air embolism
drug embolism
fat embolism
paradoxical embolism
pulmonary embolism
pyemic embolism
septic embolism