Αγγλικός όρος

endoderm

Ορισμός

Ενδοβλάστη ή έσω βλαστικό δέρμα. Το εσώτερο των τριών βλαστικών δερμάτων του αναπτυσσόμενου εμβρύου. Από αυτό προέρχεται το επιθήλιο του γαστρεντερικού σωλήνα και των αδένων του, των αναπνευστικών οδών, της κύστης, του κόλπου και της ουρήθρας.

Συνώνυμο

hypoblast

Ετυμολογία

[" + derma, δέρμα]