Αγγλικός όρος

endocrine gland

Ορισμός

Ένας ενδοκρινής αδένας που εκκρίνει μία ή περισσότερες ορμόνες απευθείας μέσα στα τριχοειδή. Στους ενδοκρινείς αδένες περιλαμβάνονται η υπόφυση (που παράγει την θυρεοειδοτρόπο, τη φλοιοεπινεφριδιοτρόπο, την ωχρινοτρόπο, τη θυλακιοτρόπο και την αυξητική ορμόνη, τις ενδορφίνες, και την προλακτίνη)· ο υποθάλαμος (που παράγει την εκλυτική ορμόνη της θυρεοτροπίνης, την εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης, τη σωματοστατίνη, τη ντοπαμίνη, την εκλυτική ορμόνη της γοναδοτροπίνης, την αντιδιουρητική ορμόνη και την ωκυτοκίνη)· ο θυρεοειδής αδένας· οι παραθυρεοειδείς αδένες· τα επινεφρίδια· τα νησίδια του παγκρέατος· και οι γονάδες (όρχεις και ωοθήκες). Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο πλακούντας λειτουργεί ως ενδοκρινής αδένας, ο οποίος εκκρίνει οιστρογόνα και προγεστερόνη, ώστε να συντηρήσει την κύηση.

Οι ορμόνες που εκκρίνονται από τους ενδοκρινείς αδένες μπορεί να ασκούν ειδικές δράσεις σε έναν ή σε κάποιους ιστούς ή όργανα-στόχους ή σχεδόν σε όλους τους ιστούς του σώματος, όπως η θυροξίνη που αυξάνει το μεταβολικό ρυθμό. Άλλες διεργασίες που επηρεάζονται από ορμόνες περιλαμβάνουν την κυτταρική διαίρεση, την πρωτεϊνοσύνθεση, τη χρήση των μορίων τροφής για την παραγωγή ενέργειας, την εκκριτική λειτουργία άλλων ενδοκρινών αδένων, την ανάπτυξη και λειτουργία των αναπαραγωγικών οργάνων, των χαρακτηριστικών του φύλου και της σεξουαλικής ορμής, την ανάπτυξη της προσωπικότητας και ανώτερες λειτουργίες του νευρικού συστήματος, την ικανότητα του σώματος να αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις και την αντίσταση του οργανισμού σε διάφορες νόσους. Ενδοκρινική δυσλειτουργία μπορεί να προκύψει από υποέκκριση, στην οποία εκκρίνεται ανεπαρκής ποσότητα ορμόνης ή από υπερέκκριση, κατά την οποία παράγεται υπερβολικά μεγάλη ποσότητα της ορμόνης. Η έκκριση των ενδοκρινών αδένων ρυθμίζεται από το νευρικό σύστημα, από τα επίπεδα των θρεπτικών ουσιών και των αλάτων στο αίμα ή σε μερικές περιπτώσεις από άλλες ορμόνες.

Κύριος όρος

gland