Αγγλικός όρος

endometrium

Ορισμός

Ο βλεννογόνος που επενδύει το εσωτερικό της μήτρας. Αποτελείται από δύο στιβάδες έντονα αγγειοβριθούς χαλαρού συνδετικού ιστού. Τη βασική στιβάδα, που προσκολλάται στο μυομήτριο και τη λειτουργική στιβάδα προς την κοιλότητα της μήτρας. Απλό κυλινδρικό επιθήλιο σχηματίζει την επιφάνεια της λειτουργικής στιβάδας και των απλών σωληνοειδών αδένων της μήτρας. Ευθείες αρτηρίες παρέχουν αίμα στη βασική στιβάδα, ενώ στη λειτουργική στιβάδα μεταπίπτουν σε ελικοειδείς. Αμφότερα τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη διεγείρουν την ανάπτυξη των αγγείων του ενδομητρίου. Αρχίζοντας από την εμμηναρχή και μέχρι την εμμηνόπαυση, το ενδομήτριο υφίσταται κυκλικές μεταβολές που αποτελούν τον καταμήνιο κύκλο. Οι μεταβολές αυτές σχετίζονται με την ανάπτυξη και ωρίμανση του γρααφιανού ωοθηλακίου στην ωοθήκη, την ωορρηξία και τη επακόλουθη ανάπτυξη του ωχρού σωματίου. Εάν το ωάριο δε γονιμοποιηθεί ή δεν εμφυτευθεί το ζυγωτό στη μήτρα, η λειτουργική στιβάδα του ενδομητρίου αποπίπτει κατά την εμμηνορρυσία. Ο κύκλος τότε αρχίζει και πάλι με τη λειτουργική στιβάδα να αναγεννάται από τη βασική στιβάδα. Μετά την εμφύτευση του ζυγωτού, το ενδομήτριο μετατρέπεται στο μητρικό τμήμα του πλακούντα, συγχωνευόμενο με το χόριο του εμβρύου. Μετά τον τοκετό, το ενδομήτριο αποπίπτει.

Ετυμολογία

[Ελλ endon, μέσα + metra, μήτρα]

Υπώνυμος όρος

proliferative endometrium
secretory endometrium