Αγγλικός όρος

stent

Ορισμός

[Charles R. Stent, Βρεττανός οδοντίατρος, 1845-1901].
1. Αρχικά, ουσία χρησιμοποιούμενη στην κατασκευή οδοντιατρικών καλουπιών.
2. Οποιοδήποτε υλικό ή εργαλείο χρησιμοποιείται για να διατηρήσει έναν ιστό στη θέση του, για να διατηρήσει ανοικτά τα αιμοφόρα αγγεία, ή για να παράσχει υποστήριξη σε ένα μόσχευμα ή αναστόμωση κατά τη διάρκεια της επούλωσης.

Υπώνυμος όρος

airway stent
intraluminal coronary artery stent
urologic stent