Αγγλικός όρος

endothelium

Ορισμός

Μορφή πλακώδους επιθηλίου που αποτελείται από επίπεδα κύτταρα και επαλείφει τον αυλό των αιμοφόρων αγγείων και λεμφαγγείων, την καρδιά και άλλες κοιλότητες του σώματος. Προέρχεται από το μέσο βλαστικό δέρμα. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι μεταβολικά ενεργά και παράγουν έναν αριθμό ουσιών που επηρεάζουν τον αγγειακό αυλό και τα αιμοπετάλια. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο παραγόμενος από το ενδοθήλιο αγγειοδιασταλτικός παράγοντας (EDRF), η προστακυκλίνη, οι παραγόμενοι από το ενδοθήλιο αγγειοσυσπαστικοί παράγοντες 1 και 2 (EDCF1, EDCF2), ο παραγόμενος από το ενδοθήλιο υπερπολωτικός παράγοντας (EDHF) και η θρομβομοδουλίνη.

Ετυμολογία

[" + thele, θηλή]