Αγγλικός όρος

energy

Ορισμός

Η ικανότητα ενός συστήματος να παράγει έργο ή το ισοδύναμό του με την αυστηρή έννοια της φυσικής. Η ενέργεια εκδηλώνεται με διάφορες μορφές: κίνηση (κινητική ενέργεια), θέση (δυναμική ενέργεια), φως, θερμότητα, ιονίζουσα ακτινοβολία και ήχος.

Οι ενεργειακές μεταβολές μπορεί να είναι φυσικές, χημικές η αμφότερες. Η κίνηση ενός μέλους του σώματος βραχύνει και παχύνει τις μυϊκές ομάδες που είναι υπεύθυνες για την κίνηση και μεταβάλλει τη θέση και το μέγεθος των κυττάρων παροδικά, η πρόσληψη όμως οξυγόνου από το αίμα σε συνδυασμό με γλυκόζη η λέτος δημιουργεί μια χημικη αντίδραση κατά την οποία παράγεται θερμότητα (ενέργεια) και βιολογικά παραπροϊόντα εντός των κυττάρων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται κόπωση.

Ετυμολογία

[Ελλ energeia]

Υπώνυμος όρος

conservation of energy
kineic energy
latent energy
potential energy
radiant energy