Αγγλικός όρος

retention

Ορισμός

1. Η ενέργεια ή διαδικασία του να κρατά κάποιος κάτι στην κατοχή του ή να το συγκρατεί στη θέση του.
2. Η κατακράτηση υλικών εντός του οργανισμού, τα οποία φυσιολογικώς απεκκρίνονται όπως τα ούρα, τα κόπρανα ή ο ιδρώτας.
3. Στην οδοντιατρική, οποιαδήποτε από τις αρκετές μεθόδους ή τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συγκράτηση ενός οδοντιατρικού μηχανήματος ή της οδοντοστοιχίας στη θέση τους.
4. Μνήμη ή ανάκληση.
5. Ισχυρά ράμματα που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση της σύγκλησης ενός τραύματος.

Ετυμολογία

[Λατ., retentio, συγκράτηση]

Υπώνυμος όρος

urinary retention