Αγγλικός όρος

Escherichia coli

Ορισμός

Ένας gram-αρνητικός βάκιλλος που διαβιοί στο ανθρώπινο παχύ έντερο. Οι μικροί, άφθονοι αυτοί βάκιλλοι είναι συνήθως μη παθογόνοι όταν περιορίζονται στον εντερικό αυλό, μερικοί όμως ορότυποι μπορεί να προκαλέσουν διαρροϊκά σύνδρομα, λοιμώξεις του ουροποιητικού, σήψη ή αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο. Μερικά εντεροτοξινογόνα στελέχη αποτελούν την κύρια αιτία της διάρροιας των ταξιδιωτών.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Τα κολοβακτηρίδια είναι ευαίσθητα σε πολλά αντιβιοτικά, περιλαμβανομένων των σουλφοναμιδών και των κινολονών. Η διάρροια που προκαλείται από το κολοβακτηρίδιο πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιθετική θεραπεία υποκατάστασης υγρών και ηλεκτρολυτών για την αποφυγή αφυδάτωσης.

Υπώνυμος όρος

enteroaggregative Escherichia coli
enterohemorrhagic Escherichia coli
enteroinvasive Escherichia coli
enteropathogenic Escherichia coli
enterotoxinogenic Escherichia coli
Escherichia coli O157:H7