Αγγλικός όρος

escharotomy

Ορισμός

1. Η αφαίρεση μιας εσχάρας που σχηματίζεται στο δέρμα και των υποκείμενων ιστών περιοχών με βαρύ έγκαυμα. Η επέμβαση αυτή μπορεί να είναι σωτήρια σταν χρησιμοποιείται για να επιτρέψει την έκπτυξη του θώρακα και διενεργείται ακόμη για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας στα άκρα ασθενών, στα οποία η εσχάρα έχει σχηματίσει ένα σφικτό, οιδηματώδη δακτύλιο γύρω από την περίμετρο του άκρου.

2. Η εκτομή πυκνού νεκρωτικού δέρματος γύρω από ένα έλκος κατάκλισης ή ισχαιμικό έλκος.

Ετυμολογία

[Ελλ. eschara, εσχάρα + tome, τομή]