Αγγλικός όρος

escharotic

Ορισμός

Καυστικός παράγοντας, όπως μια ισχυρή βάση ή οξύ, που χρησιμοποιείται για την καταστροφή ιστού και την πρόκληση εσχάρας. Οι εσχαρωτικοί παράγοντες μπορεί να είναι οξέα, αλκάλεα, άλατα μετάλλων, φαινόλη ή καρβολικό οξύ, διοξείδιο του άνθρακα ή ηλεκτρικός καυτηριασμός.

Ετυμολογία

[Ελλ. escharotikos]