Αγγλικός όρος

exanthem

Ορισμός

Οποιοδήποτε εξάνθημα ή αλλοίωση που εμφανίζεται στο δέρμα, σε αντίθεση με αυτό που εμφανίζεται στους βλεννογόνους (ενάνθημα). Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια παιδική ή λοιμώδη εξανθηματική νόσο (π.χ. ιλαρά ή οστρακιά) χρησιμοποιείται όμως και για τα άλλα είδη εξανθήματος.

Πληθυντικός

exanthems

Ετυμολογία

[Ελλ. exanthema, εξάνθημα]

Υπώνυμος όρος

exanthem subitum