Αγγλικός όρος

examination

Ορισμός

Η πράξη ή διαδικασία της διερεύνησης του σώματος και των συστημάτων του για να καθοριστεί η παρουσία ή απουσία νόσου. Οι όροι που χρησιμοποιούνται δείχνουν το είδος της εξέτασης: φυσική, αμφίχειρη, δακτυλική, στοματική, ορθική, γυναικολογική, ακτινολογική, κυστεοσκοπική.

Η επιτόπια φυσική εξέταση περιλαμβάνει ειδικά μέρη και όργανα. Οι τέσσερεις μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η επισκόπηση, η ψηλάφηση, η επίκρουση και η ακρόαση. Οι εργαστηριακές εξετάσεις περιλαμβάνουν την εξέταση ούρων, εξετάσεις αίματος, καλλιέργειες μικροβίων, και διάφορες μεθόδους απεικόνισης των τμημάτων του σώματος, των οργάνων και της λειτουργίας τους.

Ετυμολογία

[Λατ. examinare, εξετάζω]

Υπώνυμος όρος

bimanual examination
dental examination
double-contrast examination
focused history and physical examination
Folstein Mini Mental Status Examination
pelvic examination
rectoabdominal examination