Αγγλικός όρος

neutralization

Ορισμός

1. Η άσκηση αντίθετης δύναμης ή κατάστασης έναντι αντίθετης δύναμης ή κατάστασης σε βαθμό που προκαλεί αντιστάθμιση, η οποία δεν επιτρέπει σε καμία να επικρατήσει.
2. Στη χημεία, η διαδικασία καταστροφής των ιδιόμορφων ιδιοτήτων ή αποτελεσμάτων μιας ουσίας (π.χ., η εξουδετέρωση ενός οξέος από μία βάση και αντίστροφα).
3. Στην ιατρική, η διαδικασία ελέγχου ή αντιστάθμισης των επιδράσεων οποιουδήποτε παράγοντα που προκαλεί παθολογικό αποτέλεσμα.