Αγγλικός όρος

carrier

Ορισμός

1. Άτομο το οποίο περιθάλπει ειδικό παθογόνο οργανισμό, δε φέρει διακριτά συμπτώματα της νόσου και είναι δυνητικά ικανός να εξαπλώσει τον οργανισμό σε άλλους.

2. Ένα ζώο, έντομο, ή ουσία (πχ., τροφή, νερό, κόπρανα) που μπορεί να μεταδώσει μολυσματικούς οργανισμούς.

3. Μόριο το οποίο όταν συνδυασθεί με άλλη ουσία, μπορεί να διέρχεται μέσω της κυτταρικής μεμβράνης, όπως συμβαίνει κατά τη διευκολυνόμενη διάχυση ή ορισμένους μηχανισμούς ενεργού μεταφοράς.

4. Ένας ετεροζυγώτης, ένας ο οποίος φέρει ένα υπολειπόμενο γονίδιο μαζί με το φυσιολογικό του αλληλόμορφο.

5. Εργαλείο ή συσκευή για μεταφορά. Στην οδοντιατρική για παράδειγμα, ένας μεταφορέας αμαλγάματος.

Συνώνυμο

vector

Ετυμολογία

[Αρχ. Γαλλ. carrier, φέρω]

Υπώνυμος όρος

active carrier
convalescent carrier
genetic carrier
incubatory carrier
intermittent carrier