Αγγλικός όρος

tongue

Ορισμός

Το ελεύθερο κινητό μυώδες όργανο επί του εδάφους του στόματος και μερικώς του φάρυγγα. Είναι το όργανο της γεύσης και συμβάλλει επίσης στην μάσηση, κατάποση, και ομιλία.

ΑΝΑΤΟΜΙΑ: Η γλώσσα αποτελείται από ένα σώμα και ρίζα και προσδένεται με μύες στο υοειδές οστό στο κάτω μέρος, στην κάτω γνάθο έμπροσθεν, στην βελονοειδή απόφυση όπισθεν, και στην υπερώα στο πάνω μέρος, και με βλεννώδη μεμβράνη στο έδαφος του στόματος, στα πλευρικά τοιχώματα του φάρυγγα, και στην επιγλωττίδα. Μία διάμεση πτυχή (γλωσσικός χαλινός) συνδέει την γλώσσα με το έδαφος του στόματος. Η επιφάνεια της γλώσσας φέρει πολυάριθμες θηλές τριών τύπων: νηματοειδείς, μυκητοειδείς, και περιχαρακωμένες. Γευστικοί κάλυκες εμφανίζονται στις επιφάνειες πολλών θηλών, ειδικότερα των περιχαρακωμένων. Βλεννώδεις και ορώδεις αδένες (γλωσσικοί αδένες) παρατηρούνται με τους πόρους τους ανοικτούς στην επιφάνεια. Οι γλωσσικές αμυγδαλές είναι λεμφικός ιστός στην βάση της γλώσσας. Ένα διάμεσο ινώδες διάφραγμα διατρέχει ολόκληρο το μήκος της γλώσσας.

Αρτηρίες: Οι γλωσσικές, έσω γναθικές, και ανιούσες φαρυγγικές αρτηρίες παρέχουν αίμα στην γλώσσα. Μύες: Οι εξωγενείς μύες περιλαμβάνουν τους γενειογλωσσικούς, υπογλώσσιους, και βελονογλωσσικούς. Οι ενδογενείς μύες αποτελούνται από τέσσερις ομάδες: ανώτεροι, κατώτεροι, εγκάρσιοι και κάθετοι γλωσσικοί μύες. Τα υπογλώσσια νεύρα είναι κινητικά στην γλώσσα. Τα προσωπικά και γλωσσοφαρυγγικά νεύρα είναι αισθητικά για την γεύση. Νεύρα: Το γλωσσικό νεύρο (που περιέχει ίνες από τρίδυμα και προσωπικά νεύρα), γλωσσοφαρυγγικό, πνευμονογαστρικό, και υπογλώσσιο.

Συνώνυμο

lingua

Υπώνυμος όρος

bifid tongue
burning tongue
cleft tongue
coated tongue
deviation of tongue
tongue diagnosis
dry tongue
fern-leaf tongue
filmy tongue
fissured tongue
forked tongue
furred tongue
geographic tongue
hairy tongue
magenta tongue
parrot tongue
raspberry tongue
scrotal tongue
smoker′s tongue
smooth tongue
strawberry tongue
trifid tongue
trombone tongue