Αγγλικός όρος

electrode

Ορισμός

1. Ηλεκτρικός ακροδέκτης ή απαγωγή.

2. Ένα αγώγιμο μέσο.

3. Στην ηλεκτροθεραπεία, ένα όργανο με άκρο ή επιφάνεια μέσω της οποίας διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα στο σώμα του ασθενούς.

4. Ηλεκτρικός ακροδέκτης ή απαγωγή, η οποία εφαρμόζεται για την αυτόματη ανίχνευση ηλεκτρικού ρεύματος ή τάσης ως απάντηση σε ειδικές παραμέτρους, για το σκοπό της ποσοτικοποίησης της συγκεκριμένης παραμέτρου.

Ετυμολογία

[" + hodos, οδός]

Υπώνυμος όρος

active electrode
calomel electrode
carbon dioxide electrode
Clark electrode
coated wire electrode
depolarizing electrode
dispersive electrode
gas- sensing electrode
glass electrode
hydrogen electrode
immobilized enzyme electrode
indifferent electrode
internal reference electrode
ion- selective electrode
liquid membrane electrode
multiple point electrode
negative electrode
oxygen electrode
pO2 electrode
point electrode
polarographic electrode
polymer membrane electrode
reference electrode
saturated calomel electrode
Severinghaus
solid- state membrane electrode
standard hydrogen electrode
subcutaneous electrode
surface electrode
therapeutic electrode