Αγγλικός όρος

interferon

Ορισμός

Οποιαδήποτε από μία ομάδα γλυκοπρωτεϊνών με αντιιική δραστηριότητα. Οι τύπου Ι αντιιικές ιντερφερόνες (άλφα και βήτα ιντερφερόνες) παράγονται από λευκά αιμοσφαίρια και ινοβλάστες σε απάντηση της εισβολής ενός παθογόνου, ιδιαίτερα ενός ιού. Αυτές οι ιντερφερόνες κάνουν ικανά τα προσβεβλημένα κύτταρα να παράγουν αντιγόνα επιφανείας τύπου Ι του συμπλέγματος μεγάλης ιστοσυμβατότητας, αυξάνοντας έτσι την ικανότητά τους να αναγνωρίζονται και να φονεύονται από Τ λεμφοκύτταρα. Αναστέλλουν επίσης την παραγωγή ιών μέσα στα προσβεβλημένα κύτταρα. Η τύπου Ι ιντερφερόνη-α χρησιμοποιείται στην θεραπεία των οξυτενών κονδυλωμάτων, της χρόνιας ηπατίτιδας Β και C, και στο σάρκωμα Kaposi. Η τύπου Ι ιντερφερόνη-β χρησιμοποιείται στην θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης κατά πλάκας.

Η τύπου ΙΙ ιντερφερόνη-γ είναι σαφώς διαφορετική και με μικρότερη αντιιική δράση από τις άλλες ιντερφερόνες. Είναι μία λεμφοκίνη, που κυρίως εκκρίνεται από τα CD8+ Τ κύτταρα και την ομάδα CD4+ των Τ βοηθητικών κυττάρων, η οποία διεγείρει πολλές κατηγορίες αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων, ιδιαίτερα μακροφάγων, στην απελευθέρωση αντιγόνων MHC τύπου ΙΙ, που προάγουν την δραστηριότητα των CD4+. Χρησιμοποιείται στην θεραπεία της χρόνιας κοκκιωματώδους νόσου.

Συντομογραφία

IFN