Αγγλικός όρος

ion

Ορισμός

Ένα άτομο ή μία ομάδα ατόμων που έχει χάσει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια και έχει θετικό φορτίο, ή έχει πάρει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια και έχει αρνητικό φορτίο. Στα υδατικά διαλύματα, τα ιόντα ονομάζονται ηλεκτρολύτες γιατί επιτρέπουν την διέλευση ηλεκτρισμού από το διάλυμα. Τα θετικά ιόντα όπως το νάτριο, το κάλιο, το μαγνήσιο και το ασβέστιο ονομάζονται κατιόντα. Τα αρνητικά ιόντα όπως το χλώριο, τα διτανθρακικά και τα θειικά ονομάζονται ανιόντα. Στα σωματικά υγρά τα ιόντα συμμετέχουν σε αντιδράσεις, (πχ.,τα ιόντα ασβεστίου από την τροφή μπορούν να συνδυαστούν με τα ανθρακικά ιόντα και σχηματίζουν το ανθρακικό ασβέστιο, μέρος της θεμέλιας ουσίας του οστού).

Τα ιόντα βρίσκονται σε αέρια, ιδιαίτερα σε χαμηλές πιέσεις, κάτω από την επίδραση ισχυρών ηλεκτρικών εκφορτίσεων, ακτίνων-Χ, και ραδίου, σε διαλύματα οξέων, βάσεων και αλάτων.

Ετυμολογία

[Ελλ. ion, αυτό που προχωρά, που πηγαίνει]

Υπώνυμος όρος


dipolar ion
hydrogen ion