Αγγλικός όρος

hepatitis D

Ορισμός

Ένας τύπος ηπατίτιδας που προκαλείται από τον ιό δέλτα της ηπατίτιδας (HDV). Θεωρείται ως «ελαττωματικός» ιός, επειδή μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη μόνο όταν είναι παρών ο ιός της ηπατίτιδας Β (HΒV) και επομένως μπορεί να προληφθεί μέσω εμβολιασμού κατά της ηπατίτιδας Β. Είναι σπάνιος στις Η.Π.Α. Σε υγιείς ανθρώπους, ταυτόχρονη μόλυνση με HDV και HΒV συνήθως προκαλεί οξεία νόσο και ανάρρωση με ανοσία. Σε ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή οξεία νόσο ή συχνότερα, χρόνια προοδευτική νόσο που μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση. Η θνησιμότητα είναι σχεδόν 10%. Τα αντιγόνα ηπατίτιδας D (HDV RNA) βρίσκονται στο αίμα και στο ήπαρ και διεγείρουν την παραγωγή ενός αντισώματος που εμφανίζεται μόνο επί μικρό χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια πρώιμης οξείας λοίμωξης. Ο ιός της ηπατίτιδας D μερικές φορές αναφέρεται ως δέλτα ηπατίτιδα.

Κύριος όρος

hepatitis