Αγγλικός όρος

iodine

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: Ι. Ένα αμέταλλο στοιχείο που ανήκει στην ομάδα των αλογόνων. Ατομικό βάρος 126,904, ατομικός αριθμός 53, ειδικό βάρος (στέρεο στους 20°C) 4,93. Είναι μαύρη κρυσταλλική ουσία με σημείο τήξεως στους 113,5°C. Σημείο βρασμού 184,4°C, δίνοντας έναν χαρακτηριστικό ιώδη ατμό.

Πηγή ιωδίου αποτελούν τα λαχανικά, ιδιαίτερα εκείνα που αναπτύσσονται κοντά σε ακτή, το ιωδιούχο αλάτι, και τα θαλασσινά, ιδιαίτερα το ήπαρ του μπακαλιάρου, ή τα έλαια του ήπατος των ψαριών.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Το ιώδιο είναι τμήμα της ορμόνης τριιωδοθυρονίνης (Τ3) και της θυροξίνης (Τ4), και αποτρέπει την βρογχοκήλη επιτρέποντας στον θυρεοειδή να λειτουργεί φυσιολογικά. Το ποσό του ιωδίου στον οργανισμό είναι κατά μέσο όρο 50 mg, από τα οποία τα 10 με 15 mg βρίσκονται στον θυρεοειδή. Οι ημερήσιες απαιτήσεις σε ιώδιο ενός ενήλικα είναι από 100 έως 150 μg. Τα παιδιά σε ανάπτυξη, οι έφηβοι, οι έγκυες γυναίκες και τα άτομα που βρίσκονται σε συναισθηματική ένταση χρειάζονται ποσότητα μεγαλύτερη από αυτή.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ: Η ανεπάρκεια ιωδίου στην δίαιτα μπορεί να οδηγήσει σε απλή βρογχοκήλη που χαρακτηρίζεται από διόγκωση του θυρεοειδούς και υποθυρεοειδισμό. Στα μικρά παιδιά, η ανεπάρκεια αυτή μπορεί να έχει αποτέλεσμα καθυστέρηση της φυσικής, σεξουαλικής και νοητικής ανάπτυξης, μία κατάσταση που ονομάζεται κρετινισμός.

Ετυμολογία

[Ελλ. ioeides, μωβ χρώματος]

Υπώνυμος όρος

iodine poisoning
protein-bound iodine
radioactive iodine
tincture of iodine