Αγγλικός όρος

heart

Ορισμός

Ένα κοίλο, μυώδες όργανο, η αντλία του κυκλοφορικού συστήματος. Το τοίχωμά της έχει 3 χιτώνες: τον εξωτερικό που ονομάζεται επικάρδιο, μία ορώδη μεμβράνη· το μέσο που ονομάζεται μυοκάρδιο και αποτελείται από τον καρδιακό μυ· και τον έσω που καλείται ενδοκάρδιο, το ενδοθήλιο που επενδύει τις κοιλότητες και καλύπτει τις βαλβίδες. Η καρδιά περικλείεται σε έναν ινοορογόνο σάκο, το περικάρδιο· ο δυνητικός χώρος ανάμεσα στο τοιχωματικό περικάρδιο και στο επικάρδιο είναι η περικαρδιακή κοιλότητα, η οποία περιέχει ορώδες υγρό που προλαμβάνει την τριβή, καθώς η καρδιά συστέλλεται.

ΚΟΙΛΟΤΗΤΕΣ: Πάνω ο δεξιός και ο αριστερός κόλπος είναι λεπτοτοιχωματικές κοιλότητες που δέχονται το αίμα και διαχωρίζονται με το μεσοκολπικό διάφραγμα. Κάτω η δεξιά και η αριστερή κοιλία είναι κοιλότητες με παχύτερα τοιχώματα που αντλούν το αίμα, οι οποίες διαχωρίζονται με το μεσοκοιλιακό διάφραγμα· φυσιολογικά η δεξιά πλευρά δεν επικοινωνεί με την αριστερή. Η δεξιά πλευρά λαμβάνει αποξυγονωμένο αίμα μέσω των κοίλων φλεβών από το σώμα και το εξωθεί στους πνεύμονες· η αριστερή πλευρά λαμβάνει οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες και το εξωθεί μέσω της αορτής και των αρτηριών στο σώμα. Η σύσπαση των καρδιακών κοιλοτήτων ονομάζεται συστολή· η χάλαση, που συνοδεύεται με πλήρωσή τους με αίμα, καλείται διαστολή. Η αλληλουχία των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε έναν καρδιακό παλμό, ονομάζεται καρδιακός κύκλος, με την κολπική συστολή να ακολουθείται από την κοιλιακή συστολή. Για καρδιακή συχνότητα 70 παλμών ανά λεπτό, κάθε κύκλος διαρκεί περίπου 0,85 δευτερόλεπτα.

ΒΑΛΒΙΔΕΣ: Σε υγιή κατάσταση, και οι τέσσερις καρδιακές βαλβίδες εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος. Οι κολποκοιλιακές βαλβίδες βρίσκονται στο άνοιγμα μεταξύ κάθε κόλπου και κοιλίας· η τριγλώχινα βαλβίδα βρίσκεται ανάμεσα στο δεξιό κόλπο και τη δεξιά κοιλία· και η διγλώχινα ή μιτροειδής βαλβίδα ανάμεσα στον αριστερό κόλπο και την αριστερή κοιλία. Η πνευμονική μηνοειδής βαλβίδα βρίσκεται στο σημείο που η δεξιά κοιλία επικοινωνεί με την πνευμονική αρτηρία· η αορτική μηνοειδής βαλβίδα βρίσκεται στο σημείο που η αριστερή κοιλία επικοινωνεί με την αορτή.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Στους ενήλικες, η καρδιακή παροχή κυμαίνεται από 5L/min στην ηρεμία μέχρι 20L/min στη διάρκεια έντονης άσκησης. Στη συχνότητα των 72 παλμών ανά λεπτό, η καρδιά του ενήλικα ανθρώπου χτυπάει 104.000 φορές την ημέρα, 38.000.000 φορές το χρόνο. Με κάθε παλμό αντλούνται περίπου 82ml αίματος στο σώμα, δηλαδή περίπου 8193l την ημέρα. Όσον αφορά το έργο, αυτό ισοδυναμεί με άρση 1 τόνου (907 κιλά) σε ένα ύψος 12,5 μέτρων κάθε 24 ώρες.

ΑΙΜΑΤΩΣΗ: Το μυοκάρδιο αιματώνεται από τις στεφανιαίες αρτηρίες που εκφύονται από την ανιούσα αορτή. Το αίμα από το μυοκάρδιο παροχετεύεται με πολλές καρδιακές φλέβες.

ΝΕΥΡΩΣΗ: Η καρδιά έχει το δικό της ρυθμό, που συνήθως κυμαίνεται από 60 μέχρι 80 παλμούς ανά λεπτό, αλλά η συχνότητά της μπορεί να μεταβληθεί από ερεθίσματα που προέρχονται από τα καρδιακά κέντρα στον προμήκη μυελό. Τα ερεθίσματα που προκαλούν επιτάχυνση μεταφέρονται με τα συμπαθητικά νεύρα. Προγαγγλιακοί νευρώνες στη θωρακική μοίρα του νωτιαίου μυελού συνάπτονται με μεταγαγγλιακούς νευρώνες στα αυχενικά γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους· οι άξονές τους συνεχίζουν στην καρδιά. Τα συμπαθητικά ερεθίσματα μεταδίδονται στο φλεβόκομβο (ΦΚ), στον κολποκοιλιακό κόμβο (ΚΚ), στο δεμάτιο του His και στο μυοκάρδιο των κοιλιών και αυξάνουν την καρδιακή συχνότητα καιτην ισχύ της συστολής. Ανασταλτικά ερεθίσματα μεταφέρονται με τα πνευμονογαστρικά νεύρα (παρασυμπαθητικό). Προγαγγλιακοί νευρώνες (πνευμονογαστρικό) που προέρχονται από το μυελό συνάπτονται με μεταγαγγλιακούς νευρώνες στα τελικά γάγγλια στο τοίχωμα της καρδιάς. Παρασυμπαθητικά ερεθίσματα μεταδίδονται στο (ΦΚ) και στον (ΚΚ) κόμβο και μειώνουν την καρδιακή συχνότητα. Τα αισθητικά νεύρα που προέρχονται από την καρδιά είναι για την αίσθηση του άλγους, που προκαλείται από ανεπαρκή παροχή οξυγόνου στο μυοκάρδιο. Τα αισθητικά νεύρα που συμμετέχουν στις αντανακλαστικές μεταβολές της καρδιακής συχνότητας είναιτο πνευμονογαστρικό και το γλωσσοφαρυγγικό, που προέρχονται από τασεοϋποδοχείς ή χημειοϋποδοχείς στο αορτικό τόξο και στον καρωτιδικό κόλπο, αντίστοιχα.

ΑΚΡΟΑΣΗ: Η ακρόαση της καρδιάς με ένα στηθοσκόπιο αποκαλύπτει την ένταση, την ποιότητα και το ρυθμό των καρδιακών ήχων και ανιχνεύει επιπρόσθετους ήχους, όπως είναι τα φυσήματα ή ο ήχος περικαρδιακής τριβής. Οι δύο χαρακτηριστικοί ήχοι που ακούγονται με το στηθοσκόπιο πάνω από την καρδιά αναπαρίστανται με τις συλλαβές «λουμπ», «ντουπ». Ο πρώτος ήχος (συστολικός), ο οποίος είναι παρατεταμένος και αμβλύς, οφείλεται στη συστολή της κοιλίας, στην τάση των κολποκοιλιακών βαλβίδων και στην πρόσκρουση της καρδιάς στο θωρακικό τοίχωμα και είναι σύγχρονος με την ώση της κορυφής και τον καρωτιδικό παλμό. Ο πρώτος τόνος ακολουθείται από μία βραχεία παύση και μετά ακούγεται ο δεύτερος τόνος (διαστολικός), που οφείλεται στη σύγκλειση της αορτικής και της πνευμονικής βαλβίδας. Αυτός ο τόνος είναι βραχύς και υψίσυχνος. Μετά το δεύτερο τόνο υπάρχει μεγαλύτερη παύση πριν ακουστεί και πάλι και ο πρώτος τόνος. Μια πολύ χρήσιμη τεχνική για την ακρόαση των παραλλαγών των τόνων από τη μία περιοχή στην άλλη είναι η μετακίνηση του στηθοσκοπίου με μικρά βήματα από τη μία θέση στην άλλη.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: Ο ασθενής πρέπει να είναι σε ύπτια θέση, όταν αρχίζει η εξέταση. Αφού αναζητηθούν όλα τα πιθανά σημεία, η εξέταση πρέπει να επαναληφθεί με τον ασθενή καθιστό, όρθιο ή με κλίση προς τα εμπρός, σημειώνοντας οποιεσδήποτε μεταβολές κατά την αλλαγή της θέσης. Η ακρόαση γίνεται πρώτα με τον ασθενή να αναπνέει κανονικά, μετά ενώ κρατάει την αναπνοή του τόσο σε βαθιά εισπνοή όσο και σε εκπνοή και τέλος με τον ασθενή να παίρνει τρεις ή τέσσερις βαθιές εισπνοές. Ακούγοντας όλη τη θωρακική κοιλότητα, ο εξεταστής πρέπει να προσπαθήσει να εντοπίσει τις θέσεις στις οποίες οι καρδιακοί ήχοι, φυσιολογικοί και παθολογικοί, έχουν τη μεγαλύτερή τους ένταση. Η εξέταση πρέπει να διενεργείται από κάτω προς τα πάνω και από αριστερά προς τα δεξιά.

Πρέπει να σημειωθεί η φυσιολογική θέση για την ακρόαση των βαλβίδων. Η αορτική βαλβίδα ακούγεται στο τρίτο μεσοπλεύριο διάστημα, κοντά στην αριστερή πλευρά του στέρνου· η πνευμονική βαλβίδα ακούγεται μπροστά από την αορτή, πίσω από τη συμβολή του τρίτου πλευρικού χόνδρου με το στέρνο, στην αριστερή πλευρα. Η τριγλώχινα βαλβίδα εντοπίζεται πίσω από τη μεσότητα του στέρνου, περίπου στο επίπεδο του τέταρτου πλευρικού χόνδρου. Τέλος, η μιτροειδής βαλβίδα ακούγεται πίσω από το τρίτο μεσοπλεύριο διάστημα, περίπου 2,5 cm αριστερά του στέρνου.

Και οι δύο καρδιακοί τόνοι είτε ακούγονται καλύτερα είτε επιτείνονται, όταν αυξάνεται η δραστηριότητα της καρδιάς από οποιαδήποτε αιτία, φυσιλογική ή παθολογική, όπως είναι η αναιμία, η έντονη άσκηση, η υπερτροφία της καρδιάς, τα λεπτά θωρακικά τοιχώματα και η πύκνωση που εμφανίζουν οι πνεύμονες, όπως στην πνευμονία. Η επίταση του αορτικού στοιχείου του δεύτερου καρδιακού τόνου οφείλεται σε υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, σε αυξημένες αρτηριακές αντιστάσεις, όπως στην αρτηριοσκλήρυνση με υπέρταση, ή στο ανεύρυσματης αορτής. Η επίταση του πνευμονικού στοιχείου του δεύτερου καρδιακού τόνου οφείλεται σε πνευμονική απόφραξη, όπως στο εμφύσημα, στην πνευμονία ή στην υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας. Και οι δύο καρδιακοί τόνοι ακούγονται πτωχά ή μειώνεται η έντασή τους στη γενικευμένη παχυσαρκία, στη γενικευμένη αδυναμία, στην εκφύλιση ή στη διάταση της καρδιάς, στην περικαρδιακή ή στην υπεζωκοτική συλλογή και στο εμφύσημα.

Ο διχασμός των καρδιακών τόνων μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη συγχρονισμένης λειτουργίας των βαλβίδων στις δύο πλευρές της καρδιάς. Οφείλεται σε πολλές καταστάσεις, αλλά κυρίως σε αυξημένες αντιστάσεις της συστηματικής ή της πνευμονικής κυκλοφορίας, όπως στην αρτηριοσκλήρυνση ή στο εμφύσημα. Επίσης συχνά απαντάται στη στένωση της μιτροειδούς και στην περικαρδίτιδα.

Ένα φύσημα, ένας παθολογικός ήχος της καρδιάς ή των αγγείων, μπορεί να οφείλεται σε στένωση ή σε ανεπάρκεια των βαλβίδων μετά από ενδοκαρδίτιδα· διαστολή της κοιλίας ή χάλαση των τοιχωμάτων της, καθιστώντας τις βαλβίδες σχετικά ανεπαρκείς· σε κάποιο ανεύρυσμα· σε μεταβολή των συστατικών του αίματος, όπως στην αναιμία· σε τραχύτητα των επιφανειών του περικαρδίου, όπως στην περικαρδίτιδα· και σε αρρυθμίες. Τα φυσήματα που παράγονται μέσα στην καρδιά ονομάζονται ενδοκαρδιακά· εκείνα που παράγονται έξω από αυτήν εξωκαρδιακά· αυτά που παράγονται επί ανευρυσμάτων ονομάζονται θορυβώδη φυσήματα· εκείνα που απαντώνται στην αναιμία, φυσήματα του αίματος.

Τα φυσήματα του αίματος, τα οποία είναι μαλακά και ακούγονται σαν φύσημα αέρα και είναι συνήθως συστολικά, ακούγονται καλύτερα στην πνευμονική βαλβίδα. Σχετίζονται με συμπτώματα αναιμίας.

Ένα φύσημα που οφείλεται σε ανεύρυσμα είναι συνήθως δυνατό και υπόκωφο, συστολικό και ακούγεται καλύτερα στην αορτή ή στη βάση της καρδιάς. Συχνά συσχετίζεται με μια παθολογική περιοχή αμβλύτητας, που μπορεί να σφύζει και με συμπτώματα που οφείλονται σε πίεση των παρακείμενων δομών.

Οι ήχοι περικαρδιακής τριβής είναι επιπολής, τραχείς και τρίζοντες, μεταβάλλονται με το χρόνο και δε μεταδίδονται περά από το προκάρδιο. Αυτοί οι ήχοι μπορεί να τροποποιηθούν με την πίεση του στηθοσκοπίου.

Ένταση και μορφολογία των φυσημάτων: Η ένταση των φυσημάτων μπορεί να βαθμολογηθεί από I ως VI ως εξής:

1. Βαθμού I - αμυδρό, μπορεί να ακουστεί μόνο με πολύ προσεκτική ακρόαση σε ήσυχο περιβάλλον.
2. Βαθμού II - ήπιο, αλλά μπορεί να γίνει ακουστό αμέσως.
3. Βαθμού III - μέτρια δυνατό.
4. Βαθμού IV - αρκετά δυνατό· συνήθως γίνεται αισθητός ένας ροίζος (σαν το γουργούρισμα της γάτας) πάνω από την καρδιά.
5. Βαθμού V - αρκετά δυνατό ώστε να ακούγεται χωρίς το στηθοσκόπιο να βρίσκεται σε πλήρη επαφή με το θωρακικό τοίχωμα.
6. Βαθμού VI - αρκετά δυνατό, ώστε να ακούγεται με το στηθοσκόπιο αρκετά κοντά, αλλά χωρίς να ακουμπάει πραγματικά το θώρακα.

Η ένταση ενός φυσήματος μπορεί να αρχίζει από χαμηλά και να αυξάνεται (crescendo) ή να είναι σχετικά υψηλή και μετά να μειώνεται (decrescendo) ή μπορεί να υπάρχει κάποιος συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών· ή μπορεί να εμφανίζει την ίδια ένταση από την αρχή ως το τέλος.

ΨΗΛΑΦΗΣΗ: Αυτή η διαδικασία δεν προσδιορίζει μόνο τη θέση, την ισχύ, την έκταση και το ρυθμό του παλμού στην κορυφή της καρδιάς, αλλά ανιχνεύει οποιοαδήποτε δόνηση ή ροίζο κατά την ψηλάφιση. Ο ροίζος είναι μια αίσθηση δόνησης που μοιάζει με αυτή που αντιλαμβάνεται κανείς, όταν τοποθετεί το χέρι του στη ράχη μιας γάτας που γουργουρίζει. Οι ροίζοι στη βάση της καρδιάς μπορεί να οφείλονται σε βαλβιδικές βλάβες, αθηρωμάτωση της αορτής, ανεύρυσμα και τραχείες περικαρδιακές επιφάνειες, όπως στην περικαρδίτιδα. Ένας προσυστολικός ροίζος στην κορυφή της καρδιάς είναι σχεδόν παθογνωμονικός μιτροειδικής στένωσης. Σε παιδιά ειδικά., η προκάρδια διόγκωση, η υποστερνική πίεση ή το φύσημα στην κορυφή της καρδιάς υποδεικινύουν αύξηση του μεγέθους της καρδιάς.

EΠIKPOYΣΗ: Με την τεχνική αυτή προσδιορίζεται το σχήμα και η έκταση της καρδιακής αμβλύτητας. Η φυσιολογική περιοχή της επιπολής ή της απόλυτης επικρουστικής αμβλύτητας (το τμήμα που δεν καλύπτεται από τους πνεύμονες) ανιχνεύεται με ήπια επίκρουση και εκτείνεται από την τρίτη αριστερή πλευροστερνική συμβολή μέχρι την κορυφή της καρδιάς· από την κορυφή της καρδιάς μέχρι τη συνένωση της ξιφοειδούς απόφυσης με το σώμα του στέρνου· και από εκεί μέχρι το δεξιό χείλος του στέρνου. Το κατώτερο επίπεδο της καρδιακής αμβλύτητας επικαλύπτεται από την ηπατική αμβλύτητα και σπάνια μπορεί να προσδιοριστεί. Η επιφάνεια της καρδιακής αμβλύτητας αυξάνεται στην υπερτροφία και στη διάταση της καρδιάς και στην περικαρδιακή συλλογή· μειώνεται στο εμφύσημα, στον πνευμοθώρακα και στο πνευμοπερικάρδιο.

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. heorte]

Υπώνυμος όρος

abdominal heart
armored heart
artificial heart
athlete′s heart
beri-beri heart
boatshaped heart
bony heart
cervical heart
conduction system of the heart
dilation of the heart
fatty degeneration of the heart
fatty infiltration of the heart
fibroid heart
hypertrophy of the heart
irritable heart
left heart
right heart
soldier′s heart