Αγγλικός όρος

cardiac catheterization

Ορισμός

Διαδερμική, ενδοαγγειακή εισαγωγή καθετήρα σε οποιονδήποτε θάλαμο της καρδιάς ή των μεγάλων αγγείων για τη διάγνωση, εκτίμηση ανωμαλιών, παρεμβατική θεραπεία και αξιολόγηση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων στην καρδιά και στα μεγάλα αγγεία. Οι διαγνωστικοί έλεγχοι, οι οποίοι μπορούν να πραγματοποιηθούν με τον καρδιακό καθετηριασμό, περιλαμβάνουν τους ακόλουθους:

1. Εξετάσεις της ανατομίας και της βατότητας των στεφανιαίων αρτηριών.

2. Εκτιμήσεις του κλάσματος εξωθήσεως της καρδιάς και της κινητικότητας των τοιχωμάτων.

3. Αξιολογήσεις των καρδιακών βαλβίδων.

4. Μετρήσεις των ενδοκαρδιακών πιέσεων.

5. Βιοψίες του ενδομυοκάρδιου.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Προ του καθετηριασμού: Ο νοσηλευτής προετοιμάζει τον ασθενή σωματικά και ψυχολογικά εξηγώντας τη διαδικασία και τις αναμενόμενες αισθήσεις. Εκτιμώνται τα ζωτικά σημεία του ασθενούς, περιλαμβανομένης της πίεσης και της έντασης των περιφερειακών σφυγμών, προκειμένου να καθιερωθεί ένα μέτρο βασικών τιμών. Καταγράφονται τα επίπεδα άγχους και δραστηριότητας καθώς επίσης και η παρουσία και το πρότυπο οποιουδήποτε πόνου στο στήθος. Καταγράφονται επίσης οποιεσδήποτε γνωστές αλλεργίες, ιδιαίτερα σε οστρακόδερμα ή το ιώδιο (ενδεικτικές για ευαισθησία σε ακτινοαδιαφανή μέσα) και ενημερώνεται ο καρδιολόγος για αυτές τις αλλεργίες ή μεταβολές στην κατάσταση του ασθενούς. Ξυρίζονται και καθαρίζονται οι βουβώνες και ενημερώνεται ο ασθενής ότι πιθανώς θα του χορηγηθεί ένα από του στόματος ή ενδοφλέβιο ήπιο καταπραϋντικό (παρά γενική αναισθησία) πριν ή κατά τη διάρκεια της επέμβασης έτσι ώστε να είναι ικανός να βήξει ή να αναπνεύσει βαθιά, όπως θα του υποδειχθεί κατά τον έλεγχο. Ενίεται ακτινοσκιερό μέσο στις αρτηρίες, ενώ μπορεί να χορηγηθεί και νιτρογλυκερίνη προκειμένου να βοηθήσει στην απεικόνιση. Μετά την ένεση, ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί ζαλισμένος, θερμός ή να του προκληθεί ναυτία για λίγες στιγμές. Ο ασθενής θα πρέπει να ξαπλώσει με την πλάτη για αρκετές ώρες μετά την επέμβαση και θα πρέπει να αναφέρει αμέσως πόνο στο στήθος τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά από τη διαδικασία.

Κατά τον καθετηριασμό: Το προσωπικό υποστήριξης βοηθά στη διαδικασία σύμφωνα με το πρωτόκολλο παρακολουθώντας της καρδιακές πιέσεις και το ρυθμό και τα αποτελέσματα των αιμοδυναμικών εξετάσεων. Εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η άνεση του ασθενούς. Εκτιμώνται μεταβολές στη συναισθηματική κατάσταση, στο επίπεδο συνείδησης καθώς και οι προφορικές και μη προφορικές αντιδράσεις προκειμένου να προσδιορισθεί η αντίδραση του ασθενούς στη διαδικασία και η ανάγκη επιβεβαίωσης και φαρμακευτικής θεραπείας ώστε να προληφθούν βαγοτονικές αντιδράσεις ή σπασμός της στεφανιαίας αρτηρίας. Οποιεσδήποτε επιπλοκές όπως καρδιακές δυσρρυθμίες ή αλλεργικές αντιδράσεις στο μέσο αντίθεσης αξιολογούνται και αναφέρονται.

Μετά τον καθετηριασμό: Ο νοσηλευτής παρέχει συναισθηματική υποστήριξη στον ασθενή και απαντά σε ερωτήσεις του. Καταγράφονται ο καρδιακός ρυθμός και τα ζωτικά σημεία (περιλαμβανομένης της καρδιακής ώσης και της θερμοκρασίας) έως ότου σταθεροποιηθούν, σύμφωνα με το πρωτόκολλο (συνήθως κάθε 15 λεπτά για τις πρώτες 1 έως 2 ώρες), ή συχνότερα ανάλογα με τη κατάσταση του ασθενούς. Δεν πρέπει να ελέγχεται η πίεση σε οποιοδήποτε μέλος χρησιμοποιείται για την εισαγωγή του καθετήρα. Ο επίδεσμος επιθεωρείται συχνά για σημάδια αιμορραγίας και συμβουλεύεται ο ασθενής να αναφέρει οποιαδήποτε αύξηση στο σφίξιμο του επιδέσμου (η οποία μπορεί να υποδεικνύει το σχηματισμό αιματώματος). Εφαρμόζεται πίεση πάνω από τη θέση εισόδου και το άκρο διατηρείται εν εκτάσει σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Εφιστάται η προσοχή του ασθενούς να αποφύγει την κάμψη ή υπερέκταση του επηρεασμένου άκρου για 12 έως 24 ώρες αναλόγως του πρωτοκόλλου.

Παρακολουθείται η νευρομυϊκή κατάσταση του άκρου μακριά από τη θέση εισαγωγής, για μεταβολές ενδεικτικές αρτηριακής θρόμβωσης (η συχνότερη επιπλοκή), εμβολή ή άλλη επιπλοκή η οποία να χρήζει άμεσης προσοχής. Η κεφαλή του κρεβατιού ανασηκώνεται για όχι περισσότερο από 30 μοίρες και ο ασθενής περιορίζεται στο κρεβάτι. Ο ασθενής μπορεί να παραπονεθεί για επείγουσα ανάγκη διούρησης αμέσως μετά από τη διαδικασία. Χορηγούνται υγρά προκειμένου να ξεπλύνουν το σκιαγραφικό μέσο και παρακολουθείται η παραγωγή ούρων, ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Ο ασθενής εξετάζεται για επιπλοκές όπως ο περικαρδιακός επιπωματισμός, έμφραγμα του μυοκαρδίου, πνευμονική εμβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή δυσρρυθμία, μόλυνση και θρομβοφλεβίτιδα. Αρχίζει εκ νέου η ενδεικνυόμενη (ή αναθεωρημένη) προ-εγχειρητική φαρμακευτική αγωγή του ασθενούς.

Ο ασθενής θα πρέπει να οδηγηθεί σπίτι και θα πρέπει να υπάρχει ένας υπεύθυνος ενήλικας παρών μέχρι το επόμενο πρωί. Παρέχονται τόσο στον ασθενή όσο και στην οικογένειά του γραπτές οδηγίες μετά το εξιτήριο, εξηγώντας την ανάγκη αναφοράς στον ιατρό οποιουδήποτε από τα ακόλουθα συμπτώματα: αιμορραγία, ή οίδημα στη θέση εισόδου, αυξημένη ευαισθησία, ερυθρότητα, έκκριση ή πόνος στη θέση εισόδου, πυρετό, οποιεσδήποτε μεταβολές στο χρώμα, θερμοκρασία ή αίσθηση στο προσβεβλημένο άκρο. Ο ασθενής μπορεί να λάβει ακεταμινοφαίνη ή άλλο μη ασπιρινούχο αναλγητικό κάθε 3 έως 4 ώρες όπως χρειάζεται για τον πόνο. Η θέση εισαγωγής θα πρέπει να καλυφθεί με αυτοκόλλητο επίδεσμο επί 24 ώρες ή έως ότου αφαιρεθούν τα ράμματα (εάν υπάρχουν) (συνήθως εντός 6 ημερών). Επιτρέπεται στον ασθενή να πλυθεί σε ντους την επόμενη ημέρα της διαδικασίας και να κάνει λουτρό 48 ώρες μετά τη διαδικασία (εάν δεν υπάρχουν ράμματα). Πρέπει να αποφεύγεται η έντονη δραστηριότητα επί 24 ώρες μετά τη διαδικασία.

Κύριος όρος

catheterization