Αγγλικός όρος

stress

Ορισμός

1. Οποιαδήποτε φυσική, φυσιολογική ή ψυχολογική δύναμη διαταράσσει την ισορροπία.
2. Οι συνέπειες των δυνάμεων που διαταράσσουν την ισορροπία.
3. Εφαρμοζόμενη δύναμη ανά μονάδα επιφανείας. Στη φυσική, οι καταπονήσεις είναι δυνάμεις οι οποίες παραμορφώνουν ή καταστρέφουν το υλικό, όπως η πρόσκρουση, η διάτμηση, η στρέψη, η συμπίεση και η έκταση. Αυτές οι φυσικές καταπονήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε ορισμένους κλάδους της ιατρικής μέριμνας (π.χ. οδοντιατρική ή ορθοπαιδική χειρουργική) και στην τεχνολογία εμβιομηχανικής (π.χ. σχεδιασμός και εφαρμογή προθέσεων, μοσχευμάτων και αντλιών έγχυσης).

Οι φυσιολογικές καταπονήσεις περιλαμβάνουν παράγοντες οι οποίοι διαταράσσουν την ομοιόσταση, όπως οι λοιμώξεις, οι τραυματισμοί, οι ασθένειες, οι πιέσεις στα εσωτερικά όργανα και η ψυχική καταπόνηση.

Στην ψυχολογία, οι καταπονήσεις περιλαμβάνουν ερεθίσματα, αισθήματα, άγχος και διαπροσωπικές, κοινωνικές ή οικονομικές καταστάσεις οι οποίες θεωρούνται απειλητικές για τη φυσική υγεία, την ατομική ασφάλεια ή την ευζωία. Οι συζυγικές διαφωνίες, οι συγκρούσεις με άλλους, οι μάχες, τα βασανιστήρια, η κακοποίηση, η χρεωκοπία, η φυλάκιση, οι κρίσεις της ιατρικής μέριμνας και η έλλειψη αυτοπεποίθησης είναι όλα παραδείγματα καταστάσεων οι οποίες αυξάνουν τις ψυχικές καταπονήσεις. Η απόκριση ενός οργανισμού ή υλικού στις καταπονήσεις είναι γνωστή ως προσαρμογή.

Ετυμολογία

[Αρχ. Γαλλ. estresse]

Υπώνυμος όρος

critical incident stress
oxidative stress
shear stress