Αγγλικός όρος

tongue-swallowing

Ορισμός

Μια κατάσταση στην οποία η γλώσσα τείνει να πίπτει όπισθεν και να φράσσει τα ανοίγματα του λάρυγγα καιτου οισοφάγου. Η γλώσσα δεν καταπίνεται και ο όρος είναι ανακριβής. Παρ όλα αυτά, χρησιμοποιείται περιστασιακά. Η κατάσταση οφείλεται σε υπερβολική χαλαρότητα της γλώσσας κατά τη διάρκεια της αναισθησίας. Ο έλεγχος του αεραγωγού επιτυγχάνεται μέσω ενός από τους ακόλουθους χειρισμούς: δυνατή ανύψωση του πηγουνιού και έκταση του κεφαλιού κατά τη διάρκεια τεχνητής αναπνοής, έτσι ώστε να διανοιχθεί ο αεραγωγός, ή εισαγωγή μιας συσκευής μηχανικού αεραγωγού, όπως ένας στοματοφαρυγγικός αεραγωγός, για την ώθηση της γλώσσας εκτός του αεραγωγού.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο διασώστης ποτέ δεν πρέπει να τοποθετεί το χέρι του μέσα στο στόμα του θύματος για την μετακίνηση της γλώσσας.