Αγγλικός όρος

drug abuse

Ορισμός

Η χρήση ή η υπέρμετρη χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου, συνήθως χορηγούμενο από το ίδιο το άτομο, με τρόπο που παρεκκλίνει από το καθορισμένο σχήμα.

Οι λειτουργοί της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, πολλοί από τους οποίους έχουν εύκολη πρόσβαση στα ναρκωτικά, παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο κατάχρησης αναλγητικών. Η αυξημένη επαγρύπνηση στο συγκεκριμένο πρόβλημα οδήγησε τα νοσοκομεία να καθιερώσουν ειδικά προγράμματα ταυτοποίησης των παραπάνω ατόμων, και ειδικότερα τους ιατρούς, τους νοσηλευτές και τους φαρμακοποιούς, έτσι ώστε να προσφέρουν υποστήριξη και εκπαίδευση σε μια προσπάθεια να ελέγξουν το πρόβλημα και να αποφύγουν την απώλεια της άδειας λειτουργίας.