Αγγλικός όρος

abuse

Ορισμός

1. Κατάχρηση υπερβολική ή ακατάλληλη χρήση (π.χ. κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών).
2. Βλαβερή, παθολογική ή κακή συμπεριφορά άλλου προσώπου ή όντος, όπως για παράδειγμα μέσω προφορικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης· στερώντας στους άλλους τα μέσα διατήρησης της δικής τους υγείας, θρέψης ή ασφάλειας· ή εκθέτοντας τους άλλους σε άσκοπους κινδύνους.

Ετυμολογία

[Λατ. abusus, καταχρώμαι]

Υπώνυμος όρος

hild abuse
domestic abuse
elder abuse
laxative abuse
sexual abuse
spouse abuse
substance abuse