Αγγλικός όρος

cornea

Ορισμός

Το διαφανές, πρόσθιο τμήμα του σκληρού (της ινώδους εξωτερικής στοιβάδας του βολβού του ματιού), το οποίο αποτελεί περίπου το ένα έκτο της επιφάνειάς του. Πέραν από το άκρο του κερατοειδούς, είναι ο σκληρός χιτώνας, ή «άσπρο» του ματιού. Η κύρτωση του κερατοειδούς είναι μεγαλύτερη εκείνης του υπόλοιπου σκληρού. Ο κερατοειδής είναι το πρώτο τμήμα το οποίο διαθλά το φως. Αποτελείται από πέντε στοιβάδες: μία επιθηλιακή στοιβάδα, τη μεμβράνη του Bowman (η πρόσθια αφοριστική μεμβράνη), την ιδιαιτέρως θεμελιώδη ουσία του κερατοειδούς, την υαλοειδή μεμβράνη και μία στοιβάδα ενδοθηλίου.

Ετυμολογία

[Λατ. corneas, κερατώδης]