Αγγλικός όρος

clone

Ορισμός

1. Στη μικροβιολογία, ο αφυλετικός πρόγονος ενός μονήρους κυττάρου.

2. Ομάδα φυτών, πολλαπλασιασμένων από ένα αρτίβλαστο ή στέλεχος. Τα μέλη της ομάδας είναι πανομοιότυπα αλλά δεν αναπαράγωνται από σπέρμα.

3. Στην ιστοκαλλιέργεια ή στο σώμα, ομάδα κυττάρων προερχόμενων από έναν μόνο κύτταρο. Αυτός ο όρος συχνά απευθύνεται στους απογόνους λεμφοκυττάρων και σε εκείνους κακοήθων κυττάρων.

4. Στην ανοσολογία, ομάδα κυττάρων προερχόμενων από ένα μόνο ευαισθητοποιημένο T ή Β λεμφοκύτταρο. Όλοι (οι κλώνοι) αντιδρούν στο ίδιο ξένο αντιγόνο. 5. στη βιολογία, η δημιουργία εμβρύου, από ένα αγονιμοποίητο ωάριο και το διπλοειδή πυρήνα σωματικού κυττάρου. Με τον πλήρη διπλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, το ωοκύτταρο ξεκινά να διαιρείται όπως θα συνέβαινε εάν είχε πραγματοποιηθεί γονιμοποίηση. Έχουν αναπτυχθεί κλώνοι προβάτων, αγελάδων, γαιών και πολλών άλλων ζώων.

Ετυμολογία

[Ελλ. klon, κλων]