Αγγλικός όρος

pruritus

Ορισμός

Αίσθημα νηγμού ή ελαφρύ, καυστικό δερματικό αίσθημα που αναγκάζει κάποιο άτομο να τρίψει ή να ξύσει το δέρμα του. Μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα μιας νόσου, όπως μιας αλλεργικής αντίδρασης ή υπερχολερυθριναιμίας ή μπορεί να οφείλεται σε συναισθηματικούς παράγοντες.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Θα πρέπει να αναγνωρίζεται και να εξαλείφεται, αν είναι δυνατόν, κάθε εκλυτική αιτία.

Ετυμολογία

[Λατ., κνησμός]

Υπώνυμος όρος


pruritus ani
aquagenic pruritus
emperor of pruritus
essential pruritus
pruritus estivalis
pruritus hiemalis
pruritus senilis
vulvar pruritus