Αγγλικός όρος

leukocyte

Ορισμός

Ένα λευκό αιμοσφαίριο (WBC). Υπάρχουν δύο τύποι: τα κοκκιοκύτταρα (αυτά που έχουν στο κυτόπλασμά τους μεγάλα κοκκία που χρωματίζονται με διάφορα χρώματα στο μικροσκόπιο) και τα ακοκκιοκύτταρα (αυτά που δεν περιέχουν κοκκία). Τα κοκκιοκύτταρα περιλαμβάνουν τα βασεόφιλα, τα ηωσινόφιλα και τα ουδετερόφιλα. Τα ακοκκιοκύτταρα περιλαμβάνουν τα μονοκύτταρα και τα λεμφοκύτταρα. Κλινικά, τα κοκκιοκύτταρα αναφέρονται συχνά ως «polys» καθώς είναι όλα πολυμορφοπύρηνα (πολυλοβωτοί πυρήνες), ενώ τα ακοκκιοκύτταρα είναι μονοπύρηνα (ένας πυρήνας).

Τα ουδετερόφιλα, το 55% με 70% του συνόλου των WBCs, είναι τα πιο πολυάριθμα φαγοκύτταρα και αποτελούν τα πρωταρχικά κύτταρα τελεστές στη φλεγμονή. Τα ηωσινόφιλα, το 1% με 3% του συνόλου των WBCs, καταστρέφουν παράσιτα και ενέχονται στις αλλεργικές αντιδράσεις. Τα βασεόφιλα, λιγότερα από το 1% του συνόλου των WBCs, περιέχουν κοκκία ισταμίνης και ηπαρίνης και αποτελούν τμήμα της φλεγμονώδους απόκρισης στον τραυματισμό. Τα μονοκύτταρα, το 3% με 8% του συνόλου των WBCs, μετατρέπονται σε μακροφάγα και φαγοκυτταρώνουν παθογόνα και κατεστραμμένα κύτταρα, ιδιαίτερα στα υγρά των ιστών. Τα λεμφοκύτταρα, το 20% με 35% του συνόλου των WBCs, έχουν αρκετές λειτουργίες: την αναγνώριση ξένων αντιγόνων, την παραγωγή αντισωμάτων, την καταστολή της ανοσολογικής απόκρισης για την αποφυγή της πλεονάζουσας ιστικής βλάβης και τη μετατροπή τους σε κύτταρα μνήμης.
Τα λευκοκύτταρα δημιουργούνται από τα μη-διαφοροποιημένα βλαστοκύτταρα που δίνουν γένεση σε όλα τα αιμοσφαίρια. Αυτά που βρίσκονται στον ερυθρό μυελό των οστών μπορούν να μετατραπούν σε οποιονδήποτε από τους πέντε τύπους WBCs. Αυτά στον σπλήνα και στους λεμφαδένες μπορούν να μετατραπούν σε λεμφοκύτταρα ή μονοκύτταρα. Αυτά στο θύμο μετατρέπονται σε Τ λεμφοκύτταρα.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: Τα λευκοκύτταρα είναι τα πρωταρχικά κύτταρα τελεστές έναντι των λοιμώξεων και της ιστικής βλάβης. Δεν εξουδετερώνουν ή καταστρέφουν μόνο οργανισμούς, αλλά δρουν και ως καθαριστές, απομακρύνοντας κατεστραμμένα κύτταρα εξαιτίας της φαγοκυττάρωσης, διευκολύνοντας την έναρξη της διαδικασίας αναδόμησης. Τα λευκοκύτταρα μετακινούνται με αμοιβαδοειδείς κινήσεις και είναι ικανά να διεισδύουν σε ιστούς και να επιστρέφουν στη συνέχεια στην κυκλοφορία. Η κίνησή τους κατευθύνεται από χημικά που απελευθερώνονται από τραυματισμένα κύτταρα, μια διαδικασία που καλείται χημειοτακτισμός. Μετά την επαφή με ένα αντιγόνο και την αναγνώρισή του, τα ουδετερόφιλα ή τα μακροφάγα το φαγοκυτταρώνουν σε ένα μικρό κενοτόπιο, το οποίο συντήκεται με ένα λυσόσωμα, ώστε τα λυσοσωμικά ένζυμα να πέψουν το φαγοκυτταρωμένο υλικό. Όταν τα λευκοκύτταρα καταστρέφονται μαζί με τους παθογόνους οργανισμούς που έχουν καταστρέψει, δημιουργείται το πύο, το οποίο εντοπίζεται τυπικά στα σημεία τοπικών λοιμώξεων. Η συλλογή πύου λόγω ανεπαρκούς παροχέτευσης αίματος ή λέμφου ονομάζεται απόστημα.

Μικροσκοπική εξέταση: Τα λευκοκύτταρα μπορούν να μετρηθούν σε οποιαδήποτε σωματική έκκριση. Εντοπίζονται φυσιολογικά στο αίμα και, σε μικρά ποσά, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και στη βλέννη. Η παρουσία WBCs στα ούρα, στα πτύελα ή σε υγρό που λαμβάνεται από την κοιλιά αποτελεί ένδειξη λοίμωξης ή τραύματος. Ο τύπος WBC που εντοπίζεται, αναγνωρίζεται από το σχήμα του κυττάρου και τη χρήση χρωστικών (Wright's) για τη χρώση των κοκκίων: τα κοκκία στα ηωσινόφιλα βάφονται ερυθρά, αυτά στα βασεόφιλα κυανά και αυτά στα ουδετερόφιλα ιώδη.
Κλινικά, οι αριθμοί των WBC είναι σημαντικοί στον εντοπισμό μιας λοίμωξης ή δυσλειτουργίας του ανοσολογικού συστήματος. Ο φυσιολογικός αριθμός των WBC είναι 5000 με 10.000/mm3. Ένας αυξημένος αριθμός λευκοκυττάρων (μεγαλύτερος από 10.000) (λευκοκυττάρωση) υποδεικνύει μια οξεία λοίμωξη ή διαδικασία νόσου (όπως συγκεκριμένοι τύποι λευχαιμιών), ενώ ο μειωμένος αριθμός λευκοκυττάρων (λιγότερα από 5000) υποδεικνύει είτε ανοσολογική ανεπάρκεια ή μια σαρωτική λοίμωξη που έχει εξαντλήσει τα αποθέματα των WBC. Επιπρόσθετα στον απόλυτο αριθμό των WBC, η ποσοστιαία μέτρηση είναι επίσης συχνά σημαντική. Μια ποσοστιαία μέτρηση υπολογίζει το ποσοστό κάθε τύπου WBC (π.χ., ουδετερόφιλα, μονοκύτταρα, λεμφοκύτταρα). Επίσης, υπολογίζεται ο αριθμός των ανώριμων κυττάρων κάθε τύπου, ως μια ένδειξη της παραγωγής από το μυελό των οστών. Τα ανώριμα κύτταρα ονομάζονται «βλάστες» (π.χ., λεμφοβλάστες, μυελοβλάστες). Στη διάρκεια λοιμώξεων ή συγκεκριμένων τύπων λευχαιμιών, οι βλάστες μπορεί να εντοπισθούν στο περιφερειακό αίμα.

Ετυμολογία

" + kytos, κύτταρο

Υπώνυμος όρος

acidophilic leukocyte
agranular leukocyte
basophilic leukocyte
eosinophilic leukocyte
granular leukocyte
heterophilic leukocyte
lymphoid leukocyte
neutrophilic leukocyte
nongranular leukocyte
olymorphonuclear leukocyte