Αγγλικός όρος
Leishmania
Ορισμός
[Sir William B. Leishman, Βρετανός στρατιωτικός ιατρός, 1865-1926]. Γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτόζωων, που εντοπίζονται στη τυπική μορφή της λεϊσμανίασης στα σπονδυλόζωα, αλλά στη μορφή λεπτομονάδας στα ασπόνδυλα ή σε καλλιέργειες. Οι οργανισμοί αυτοί μεταδίδονται με το δήγμα των θηλυκών φλεβοτόμων.
Υπώνυμος όρος
Leishmania braziliensis
Leishmania
donovani
Leishmania major
Leishmania tropica