Αγγλικός όρος
melancholia
Ορισμός
Βαριά κατάθλιψη με αμβλύ, επίπεδο συναίσθημα και έλλειψη ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, που φυσιολογικά θα ήταν
ευχάριστες. Μπορεί να υπάρχει διέγερση ή επιβράδυνση. Μπορούν να παρουσιαστούν απώλεια βάρους, ανορεξία, αϋπνία και επιδείνωση των
συμπτωμάτων νωρίς το πρωί.
Ετυμολογία
[Ελλ. melankholia, μελαγχολία]
Υπώνυμος όρος
affective melancholia
climacteric melancholia
panphobic melancholia
suicidal melancholia
Στόχος είναι η καλύτερη προετοιμασία του συστήματος Υγείας ενόψει του πολύ πιθανού τρίτου κύματος της επιδημίας. Τι πρέπει να γίνει με τους εμβολιασμούς.... Περισσότερα »
Ελάχιστα τεστ έγιναν το τελευταίο 24ωρο. Από τα θετικά που ανακοινώθηκαν σήμερα από τον ΕΟΔΥ, τα 94 αφορούν την Αττική και τα 31 τη Θεσσαλονίκη.... Περισσότερα »
Τι οδηγίες παρέχονται από το βρετανικό ΕΣΥ και από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό.... Περισσότερα »
Ποιες θεωρούνται οι καλύτερες, οι πιο υγιεινές και αυτές με τα πιο σταθερά αποτελέσματα; Όσα πρέπει να γνωρίζετε.... Περισσότερα »
Σε μία κρίσιμη συγκυρία και εν μέσω της σοβαρής κρίσης Δημόσιας Υγείας που βιώνει η χώρα και ο πλανήτης, το Iatronet.gr διοργάνωσε – για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά – τo Συνέδριο Pharma Transformation. Κατά ... Δείτε το video