Αγγλικός όρος

blood transfusion

Ορισμός

Η αντικατάσταση αίματος ή ενός παραγώγου του. Η αποτελεσματική και ασφαλής μετάγγιση αίματος απαιτεί λεπτομερή κατανόηση της αντιμετωπιζόμενης κατάστασης. Οι περισσότεροι ασθενείς χρειάζονται παράγωγα αίματος αντί για ολικό αίμα.

Κατά τη διάρκεια της μετάγγισης θα πρέπει να λαμβάνονται τα κάτωθι μέτρα:
Έλεγχος των δοτών για μεταδοτικές ασθένειες.
Έλεγχος του αίματος για παθογόνους οργανισμούς.
Διασφάλιση ότι τα διασταυρωμένα παράγωγα αίματος θα χορηγηθούν στους κατάλληλους ασθενείς.
Άμεση παρέμβαση σε περίπτωση αλλεργικών αντιδράσεων.
Αποφυγή μη αναγκαίων μεταγγίσεων.
Αποφυγή χορήγησης υπερβολικής ποσότητας αίματος κατά τη διάρκεια της μετάγγισης.
Η χορήγηση μίας μόνο μονάδας αίματος ενδείκνυται σε νέους ή ηλικιωμένους χειρουργικούς ασθενείς, σε άτομα με στεφανιαία νόσο και σε ασθενείς με οξεία απώλεια πολλών μονάδων αίματος, αλλά των οποίων η πίεση, ο σφυγμός και το οξυγόνο σταθεροποιούνται από τη χορήγηση μίας μόνο μονάδας.
Ο κίνδυνος HIV, HBV ή HCV στο αίμα που συλλέγεται και κατανέμεται στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ χαμηλός. Ο κίνδυνος στην Αυστραλία/Νέα Ζηλανδία και στον Καναδά προσεγγίζει αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός των προαναφερθείσων γεωγραφικών περιοχών, η χορήγηση αίματος ενδέχεται να είναι σε τέτοιο βαθμό ύποπτη, ώστε οι πρεσβείες των Ηνωμένων Πολιτειών να διαθέτουν τα δικά τους αποθέματα ή να ακολουθούν μια ειδική διαδικασία σε περίπτωση ανάγκης ασφαλούς λήψης αίματος.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής ταυτοποιείται με το ειδικό περικάρπιο του νοσοκομείου και με την ετικέτα της τράπεζας αίματος. Δύο επαγγελματίες υγείας (ο ένας είναι η διευθύνουσα νοσηλεύτρια) ελέγχουν την ομάδα αίματος και το Rhesus του ασθενούς, τη συμβατότητά του με την μονάδα του χορηγούμενου αίματος ή των χορηγούμενων συμπυκνωμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων, καθώς και την ημερομηνία λήξης. Το ληγμένο αίμα δεν χρησιμοποιείται. Επιστρέφεται στην τράπεζας αίματος. Το αίμα ή τα παράγωγα του λαμβάνονται από την κατάψυξη της τράπεζας αίματος αμέσως πριν τη χορήγηση, διότι δεν θα πρέπει να φυλάσσονται σε άλλους μη εγκεκριμένους καταψύκτες. Επίσης, δεν μπορούν να επιστραφούν στην τράπεζα αίματος, αν η θερμοκρασία τους υπερβεί τους 10ο C, πράγμα που θα συμβεί εντός 30 λεπτών από την απόψυξή τους. Οι νοσηλευτές θα πρέπει να ελέγχουν τη διάρκεια ζωής του ακτινοβολημένου αίματος, η οποία ανέρχεται σε 28 μέρες, διότι η ακτινοβολία καταστρέφει τα κύτταρα και ελαττώνει τη βιωσιμότητά τους. Η διάρκεια ζωής των αιμοπεταλίων και των κοκκιοκυττάρων δεν επηρεάζεται, επειδή δεν καταστρέφονται από την ακτινοβολία.

Πριν αρχίσει η μετάγγιση, ελέγχονται και καταγράφονται τα ζωτικά σημεία του ασθενούς (περιλαμβανομένης της θερμοκρασίας). Το αίμα επισκοπείται για την ύπαρξη πηγμάτων ή αλλαγής του χρώματος του και εν συνεχεία μεταγγίζεται διαμέσου μια κατάλληλης ενδοφλέβιας γραμμής, η οποία περιλαμβάνει ένα φίλτρο, το οποίο μεταφέρεται συνήθως με ένα διάλυμα φυσιολογικού ορού πάνω σε ένα σετ μετάγγισης τύπου Υ. Με το αίμα δεν θα πρέπει να εγχύονται άλλα ενδοφλέβια διαλύματα ή ουσίες (εκτός και να έχει δοθεί ειδική εντολή), λόγω πιθανότητας ανάπτυξης ασυμβατότητας.

Τα πρώτα 15 λεπτά ο ρυθμός ροής του αίματος περιορίζεται στα 50 ml, εκτός από την περίπτωση ύπαρξης μεγάλων τραυμάτων, τα οποία χρήζουν ταχείας μετάγγισης. Ένας νοσηλευτής παραμένει με τον ασθενή κατά τη διάρκεια της μετάγγισης και τον συμβουλεύει να αναφέρει οποιεσδήποτε δυσμενείς αντιδράσεις, όπως ραχιαλγία ή θωρακικό άλγος, υπόταση, πυρετό, αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1ο C, ρίγη, άλγος στη θέση μετάγγισης, ταχυκαρδία, ταχύπνοια, λαχάνιασμα, κυάνωση, κνίδωση ή ερυθήματα. Αν συμβεί οποιοδήποτε από τα ανωτέρω, η μετάγγιση διακόπτεται αμέσως, η φλέβα διατηρείται ανοικτή με φυσιολογικό ορό και ενημερώνεται ο γιατρός του ασθενούς και η τράπεζα αίματος. Αν υπάρξει υποψία ασυμβατότητας, το αίμα και το σετ επιστρέφονται στην τράπεζα αίματος, λαμβάνονται δείγματα αίματος και ούρων του ασθενούς για εξέταση και τα στοιχεία του ασθενούς αντιγράφονται από την μονάδα αίματος. Αν τα πρώτα 15 λεπτά δεν εμφανιστεί κανένα σύμπτωμα και παραμένουν σταθερά τα ζωτικά σημεία, αυξάνεται ο ρυθμός της μετάγγισης, ώστε να ολοκληρωθεί εντός του προκαθορισμένου χρόνου ή (αν καταστεί αναγκαίο) η μετάγγιση εκτελείται τόσο γρήγορα, όσο το επιτρέπει η συνολική κατάσταση του ασθενούς. Μόλις ξεκινήσει η μετάγγιση, το αίμα χορηγείται το ανώτερο εντός 4 ωρών, ώστε να διατηρηθεί η βιολογική αποτελεσματικότητα και να περιοριστεί η ανάπτυξη βακτηρίων. (Αν η κατάσταση του ασθενούς δεν επιτρέπει την εκτέλεση μετάγγισης εντός του προγραμματισμένου χρόνου, γίνονται διευθετήσεις, ώστε η τράπεζα αίματος να μοιράσει την μονάδα αίματος και να φυλάξει το δεύτερο τμήμα). Στην συνέχεια, ελέγχονται τα ζωτικά σημεία και οι αντιδράσεις του ασθενούς κάθε 30 λεπτά, παρακολουθούνται τα καθορισμένα προληπτικά μέτρα και ελέγχονται από τους νοσηλευτές οι ενδείξεις για υπερφόρτωση του ασθενούς (διάταση των φλεβών του τραχήλου, παλλόμενος σφυγμός, υπέρταση, δύσπνοια). Το αίμα δε θα πρέπει να χορηγείται διαμέσου κεντρικής γραμμής, εκτός και αν χρησιμοποιείται μια εγκεκριμένη θερμαινόμενη συσκευή. Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται και μια θερμοφόρα, κάθε φορά που οι πολλαπλές μεταγγίσεις θέτουν τον ασθενή σε κίνδυνο υποθερμίας, η οποία μπορεί να προκαλέσει αρρυθμίες και καρδιακή ανακοπή.