Αγγλικός όρος

heart transplantation

Ορισμός

Χειρουργική μεταμόσχευση καρδιάς από έναν ασθενή που απεβίωσε λόγω τραυματισμού ή ασθένειας και άφησε την καρδιά άθικτη και λειτουργική στον λήπτη. Οι μόνες απόλυτες αντενδείξεις είναι ανεξέλεγκτος καρκίνος ή μόλυνση, μη αντιστρεπτή πνευμονική αγγειακή ασθένεια, ή μια διαφορετική επικίνδυνη νόσος. Γενικά, ωστόσο, ασθενείς άνω των 65 ετών, εκείνοι με σοβαρή νεφρική ή ηπατική νόσο και εκείνοι με ιστορικό μη ανεκτικότητας σε φαρμακευτικά σχήματα δεν λαμβάνουν μοσχεύματα καρδιάς. Το κύριο εμπόδιο μεταμόσχευσης καρδιάς είναι η έλλειψη δοτών. Ο αριθμός πιθανών ληπτών είναι περίπου 10 φορές ο αριθμός των δοτών κάθε χρόνο.

Ύστερα από την πρόσληψη ενός μοσχεύματος καρδιάς, συνεχής ανοσοκαταστολή με κυκλοσπορίνη, κορτικοστεροειδή ή σχετικά φάρμακα απαιτείται για την αποφυγή απόρριψης του μεταμοσχευμένου οργάνου. Οξέα επεισόδια απόρριψης αντιμετωπίζονται με μονοκλωνικά αντισώματα (ΟΚΤ3) ή αντιλεμφοκυτταρική ανοσοσφαιρίνη. Κλινικά σημεία απόρριψης -κόπωση, δύσπνοια, υπόταση, και έκτακτοι καρδιακοί ήχοι- είναι μη ειδικά, για αυτό πραγματοποιούνται συχνά βιοψίες κατά τη διάρκεια των 2 πρώτων χρόνων ύστερα από την εγχείρηση. Η μέση επιβίωση του ασθενούς είναι υψηλότερη από 75% ένα έτος μετά την εγχείρηση, και υψηλότερη από 50% μετά από 10 χρόνια.

Κύριος όρος

transplantation