Αγγλικός όρος

renal transplantation

Ορισμός

Η μεταμόσχευση ενός νεφρού από ένα ζωντανό ή από ένα πτωματικό δότη σε ένα άτομο με νεφρική ανεπάρκεια. Χρησιμοποιείται με την οριστική μορφή της νεφρικής αντικατάστασης σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Η τυποποίηση των ιστών για αντιγόνα HLA καθώς επίσης και για ΑΒΟ ομάδες αίματος χρησιμοποιείται για την μείωση της πιθανότητας οξείας ή χρόνιας απόρριψης. Τα μέλη της οικογένειας είναι συχνά οι καλύτεροι δότες. Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, πραγματοποιούνται μερικές φορές συνδυασμένα νεφρικά και παγκρεατικά μοσχεύματα, με μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας. Ο υψηλός ρυθμός επιτυχίας των μοσχευμάτων νεφρού (85% έως 95% σε δύο χρόνια) οφείλεται κυρίως σε ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως κορτικοστεροειδή, κυκλοσπορίνη, μυκοφαινολικό οξύ, και τακρολίμους. Επειδή η κυκλοσπορίνη είναι νεφροτοξική, απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου στον ορό ύστερα από την μεταμόσχευση.

Κύριος όρος

transplantation