Αγγλικός όρος

measure

Ορισμός

1. Οι διαστάσεις, η χωρητικότητα ή η ποσότητα από κάτι που μπορεί να εκτιμηθεί κατά αυτόν τον τρόπο. Μήκος, εμβαδόν, όγκος και μάζα είναι οι βασικές ιδιότητες της ύλης και των υλικών, που μπορούν να μετρηθούν.

2. Ο προσδιορισμός της έκτασης του μήκους, του εμβαδού, της μάζας ή του όγκου μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου.

3. Μια συσκευή που χρησιμοποιείται στο μέτρημα π.χ., μια βαθμονομημένη ταινία ή ένα βαθμονομημένο ποτήρι ζέσεως.

Συνώνυμο

mensuration

Ετυμολογία

[Λατ.mensura, μέτρηση]