Αγγλικός όρος

menorrhagia

Ορισμός

Αιμορραγία κατά την έμμηνο ρύση που είναι υπερβολική σε αριθμό ημερών ή σε ποσότητα αίματος ή και στα δύο.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η μηνορραγία μπορεί να προκληθεί από ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ., σακχαρώδης διαβήτης ή διαταραχές των επινεφριδίων, των ωοθηκών ή της υπόφυσης), υπέρταση, δυσκρασίες του αίματος, χρόνια νεφρίτιδα, οπίσθια κλίση ή οπίσθια κάμψη της μήτρας, ενδοτοιχωματικά ή υποβλεννογόνια λειομυώματα της μήτρας, αδενομύωση της μήτρας, ίνωση της μήτρας με υπερπλαστικές αλλοιώσεις στο ενδομήτριο, εξελκώσεις ή πολύποδες του τραχήλου της μήτρας, οξεία σαλπιγγίτιδα, οξεία ή χρόνια μητρίτιδα ή οξεία ενδομητρίτιδα.

Συνώνυμο

hypermenorrhea

Ετυμολογία

[" + rhegnymai, εκρήγνυμαι]