Αγγλικός όρος

memory

Ορισμός

1. Η νοητική καταχώρηση, συγκράτηση και ανάκληση παλαιών εμπειριών, αισθήσεων ή σκέψεων. Αυτή η ομάδα λειτουργιών στηρίζεται στις συντονισμένες ενέργειες των σχετιζόμενων περιοχών του εγκεφαλικού φλοιού, ειδικών αισθητικών περιοχών του εγκεφάλου, υποφλοιωδών κέντρων, του υποθαλάμου, του μεσεγκεφάλου και ενός μεγάλου αριθμού νευροχημικών και νευροδιαβιβαστών. Τραυματισμός ή βλάβη σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιοχές του εγκεφάλου (π.χ., ως αποτέλεσμα δηλητηρίασης, εγκεφαλικού επεισοδίου, ατροφίας ή λοίμωξης) ελαττώνει την ικανότητα ενσωμάτωσης νέων αναμνήσεων ή ανάκλησης και χρήσης προηγουμένων.

2. Η ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να απαντά σε αντιγόνα, στα οποία έχει προηγουμένως εκτεθεί. Η ανοσολογική μνήμη εξαρτάται από τη δράση των Τ και Β λεμφοκυττάρων, των μακροφάγων, των μορίων του μείζονος συμπλέγματος ιστοσυμβατότητας, προσκολλητικών μορίων, χυμοκινών και πολλών άλλων βιοχημικών ουσιών.

Ετυμολογία

[Λατ. memoria]

Υπώνυμος όρος

anterograde memory
declarative memory
episodic memory
explicit memory
false memory
immediate memory
impaired memory
implicit memory
incidental memory
long-term memory
nondeclarative memory
procedural memory
recovered memory
remote memory
retrograde memory
selective memory
short-term memory
spatial memory