Αγγλικός όρος

carbon monoxide

Ορισμός

ΣΥΜΒ.: CO. Δηλητηριώδες αέριο παραγόμενο ως το αποτέλεσμα της ατελούς καύσης οργανικών καυσίμων. Είναι άχρωμο, άγευστο και άοσμο, και δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις. Το μονοξείδιο του άνθρακα είναι ευρέως διαδεδομένο διότι η ατελής καύση και οξείδωση παρατηρείται για παράδειγμα στα καυσαέρια μηχανών εσωτερικής καύσης στα περισσότερα μηχανοκίνητα οχήματα, οχετούς, κελάρια και ορυχεία.