Αγγλικός όρος

muscular dystrophy

Ορισμός

Ένα από εννέα ξεχωριστά γενετικά σύνδρομα, που επηρεάζουν την μυϊκή δύναμη και κινητικότητα, κάποια από τα οποία γίνονται πρώτα εμφανή στην βρεφική ηλικία και άλλα αναπτύσσονται στην εφηβεία ή την πρώιμη ενήλική ζωή. Τα σύνδρομα χαρακτηρίζονται είτε από γενικευμένη είτε από εντοπισμένη μυϊκή αδυναμία, δυσκολίες στην βάδιση ή την διατήρηση της θέσης, μυϊκούς σπασμούς και σε κάποιες περιπτώσεις νευρολογικές, συμπεριφορικές, καρδιακές ή άλλες λειτουργικές διαταραχές. Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη νόσο μπορούν να ληφθούν από την Εταιρία Μυϊκής Δυστροφίας στη διαδικτυακή ιστοσελίδα www.mdausa.org.