Αγγλικός όρος

nose

Ορισμός

Η προεκβολή στο κέντρο του προσώπου η οποία είναι το όργανο της όσφρησης και της εισόδου στις ρινικές κοιλότητες. Η μύτη είναι τριγωνική, αποτελούμενη από και προσδεδεμένη με οστά και χόνδρο, καλυμμένη από δέρμα και επενδεδυμένη με βλεννογόνο μεμβράνη. Οι τρίχες ακριβώς μέσα στους ρώθωνες εμποδίζουν την είσοδο σκόνης και μικρών εντόμων.

ΕΞΕΤΑΣΗ: Παρατηρήστε το σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα, την κατάσταση των ρινικών πτερυγίων, και οποιοδήποτε έκκριμα, παρεμβολή στην αναπνοή, ενδείξεις τραυματισμού, μεγεθυσμένους ρώθωνες και ευαισθησία πάνω από το μετωπιαίο και γναθικό κόλπο.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ:
Χρόνια ερυθρά μύτη: Διεσταλμένα τριχοειδή ως αποτέλεσμα αλκοολισμού, ερυθηματώδους λύκου, ροδόχροης ακμής, φλυκταινών και δοθιήνων.
Επιφανειακή εξέλκωση: Καρκίνωμα βασικών κυττάρων, φυματίωση, σύφιλη, φυματιώδες έλκος, επιθηλίωμα.
Πλατιά και αδρή: Κρετινισμός, μυξοίδημα, ακρομεγαλία.
Βυθισμένη:σύφιλη ή τραυματισμός.
Έμφραξη με μικρούς ρώθωνες: Yπερτροφικός αδενικός ιστός ή χρόνια απόφραξη, όγκοι.
Άοσμο υδαρές έκκριμα: Αλλεργική ρινίτιδα, κοινό κρυλόγημα, πρώιμα στάδια ιλαράς.
Δύσοσμο έκκριμα: Ρινοφαρυγγική διφθερίτιδα, λύκος, τοπική μόλυνση, ενσφηνωμένα ξένα σώματα, τερηδόνα, ρινίτιδα, μάλιδα, συφιλιδική μόλυνση.

Συνώνυμο

nasus organum olfactus

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. nosw]

Υπώνυμος όρος

bridge of the nose
foreign body in the nose
hammer nose
saddle nose