Αγγλικός όρος

nephritis

Ορισμός

Φλεγμονή των νεφρών προκαλούμενη από βακτήρια ή τις τοξίνες τους (π.χ., πυελονεφρίτιδα), αυτοάνοσες διαταραχές (π.χ., μεταστρεπτοκοκκική σπειραματονεφρίτιδα, νεφρίτιδα του λύκου), ή τοξικά χημικά (π.χ., υδράργυρος, αρσενικό, αλκοόλ, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα). Τα σπειράματα, τα σωληνάρια και ο διάμεσος ιστός, ενδέχεται να επηρεασθούν. Η πάθηση μπορεί να είναι είτε οξεία, ή χρόνια.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία και αναφέρονται σημεία νεφρικής ανεπάρκειας (ολιγουρία, αζωθαιμία, οξέωση). Παρακολουθούνται τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης, ο αιματοκρίτης και τα επίπεδα ηλεκτρολυτών. Κατά το χειρισμό καθετήρων χρησιμοποιείται η ασηπτική τεχνική. Ο παρέχων ιατρική περίθαλψη παρακολουθεί, καταγράφει και αναφέρει την πίεση του αίματος χρησιμοποιώντας το ίδιο πιεσόμετρο, βραχίονα και θέση κάθε φορά. Επίσης, παρακολουθεί και ερωτά τον ασθενή σχετικά με πονοκεφάλους, ανησυχία, λήθαργο, σπασμούς, ταχυκαρδία και αρρυθμίες. Χορηγούνται αντιυπερτασικά φάρμακα, ως ενδείκνυνται Ενθαρρύνεται ο ασθενής να διατηρεί επαρκή ενυδάτωση και να ακολουθεί τους ενδεδειγμένους διατροφικούς περιορισμούς. Παρακολουθείται η ενδοφλέβια λήψη υγρών. Οι επιπλοκές της υπέρτασης προβλέπονται και προλαμβάνονται.

Πληθυντικός

nephritides

Ετυμολογία

[Ελλ. nephros, νεφρό, + -Ms, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος

acute nephritis
analgesic nephritis
chronic nephritis
glomerular nephridium
hereditary nephritis
interstitial nephritis
scarlatinal nephritis
suppurative nephritis
transfixion nephritis